Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
ἀγελάρχης, ο (AM)
1. οδηγός αγέλης, αρχηγός ομάδας ανθρώπων ή ζώων, βοσκός, ποιμενάρχης
2. το ζώο που παίζει ρόλο αρχηγού στην αγέλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγέλη + ἄρχω.
ΠΑΡ. ἀγελαρχία, ἀγελαρχῶ)].