αγελάρχης

From LSJ
Revision as of 22:12, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀγελάρχης, ο (AM)
1. οδηγός αγέλης, αρχηγός ομάδας ανθρώπων ή ζώων, βοσκός, ποιμενάρχης
2. το ζώο που παίζει ρόλο αρχηγού στην αγέλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγέλη + ἄρχω.
ΠΑΡ. ἀγελαρχία, ἀγελαρχῶ)].