αγχίλωψ

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

ἀγχίλωψ, (-ωπος), ο (Α)
αυτός που έχει απόστημα κοντά στην κόχη του ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + ὤψ, σύμφωνα με τον Γαληνό
το «λ» θεωρείται ότι προήλθε από επίδραση του συνώνυμου αἰγίλωψ πάντως το α΄ συνθ. της λ. είναι μάλλον το ἄγχω.