αεροπόρος

From LSJ
Revision as of 22:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀεροπόρος, -ον)
νεοελλ.
1. ο ειδικός στον χειρισμό αεροσκάφους, πιλότος
αρχ.
αυτός που διασχίζει τον αέρα, που πορεύεται διαμέσου του αέρα, αεροδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + πόρος (πρβλ. και ποντο-πόρος, ὁδοι-πόρος) < πορ- ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος της ρίζας περ-, πρβλ. πείρω (< περ-yo) «τρυπώ, διαπερνώ» και κατ’ επέκταση «διασχίζω».
ΠΑΡ. (αρχ. ἀεροπορῶ
νεοελλ.
αεροπορία, αεροπορικος].