αισιοδοξία
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. το να ελπίζει κανείς σε ένα ευνοϊκό αίσιο μέλλον
2. φιλοσοφική κοσμοθεωρία, κατά την οποία ο κόσμος βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και το καλό εξουσιάζει σ' αυτόν, οπτιμισμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισιόδοξος
απόδοση στα Ελληνικά (κατά τον 19ο αι.) του γαλλ. όρου optimisme (< λατ. optimus «άριστος», υπερθ. βαθμός του επιθ. bonus «καλός» που απαντά στη Γαλλική από το 1737 (Λεξικό Trevoux)].