αισιοδοξία

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

η
1. το να ελπίζει κανείς σε ένα ευνοϊκό αίσιο μέλλον
2. φιλοσοφική κοσμοθεωρία, κατά την οποία ο κόσμος βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και το καλό εξουσιάζει σ' αυτόν, οπτιμισμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισιόδοξος
απόδοση στα Ελληνικά (κατά τον 19ο αι.) του γαλλ. όρου optimisme (< λατ. optimus «άριστος», υπερθ. βαθμός του επιθ. bonus «καλός» που απαντά στη Γαλλική από το 1737 (Λεξικό Trevoux)].