ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
ἀκρομόλυβδος, -ον (Α)αυτός που έχει μολύβι στην άκρη«ἀκρομόλυβδον δίκτυον» (Ανθ. Παλ. 6, 30).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + μόλυβδος.