ακρώμιο

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

το (Α ἀκρώμιον)
η άκανθα, η απόφυση της ωμοπλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρ(ο)- (Ι) + -ωμιον < ὦμος. Η λ. πέρασε και στην ξενική ορολογία της ανατομίας, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acromion.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακρωμιαίος, ακρωμιακός, ακρωμίαση.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ακρωμιοθωρακικός, ακρωμιοκλειδικός, ακρωμιοκορακοειδής, ακρωμιόπληγμα].