ακροτελής
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
ἀκροτελής, -ὲς (Α)
αυτός που έχει αιχμηρή απόληξη, ο μυτερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -τελὴς < τέλος.