ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
περιχύνω, πλένω τα ρούχα της μπουγάδας με αλισίβα, μπουγαδιάζω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλισίβα.ΠΑΡ. νεοελλ. αλισίβιασμα].