ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
1. χτυπιέμαι θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τον χτυπώ και εγώ, αλληλοφονεύομαι
2. (για ομάδες) έρχομαι σε ένοπλη ρήξη
3. (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, μαλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλο- + σκοτώνω (-ομαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοσκοτωμός].