αλογάριαστος

From LSJ
Revision as of 23:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος, απειράριθμος
2. (για υποθέσεις) αδιευθέτητος, ατακτοποίητος
3. αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
4. αυτός που δεν τακτοποίησε, δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στερητ. α- + λογαριαστός < λογαριάζω.