αμευσίπορος
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek Monolingual
ἀμευσίπορος, -ον (Α)
αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
ἀμευσίπορος, -ον (Α)
αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.