αμαύρωση

Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀμαύρωσις)
δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή της υπόληψης κάποιου
αρχ.
1. επισκότιση
2. αμβλύτητα του νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμαυρῶ βλ. αμαυρώνω].