αμοιβή

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀμοιβή)
1. ανταπόδοση, ανταμοιβή
2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία
μσν.-αρχ.
αλλαγή, ανταλλαγή
αρχ.
1. αποζημίωση
2. ποινή
3. εκδίκηση
4. απάντηση, απόκριση
5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή
5. αλλαγή, μεταμόρφωση, μεταβολή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμείβω.
ΠΑΡ. αμοιβαίος, αμοιβαδόν
αρχ.
ἀμοιβάς, ἀμοιβαδίς, ἀμοιβήδην, ἀμοιβηδίς, ἀμοιβηδόν.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. μικροαμοιβή, υπεραμοιβή].