αμυλόκολλα

From LSJ
Revision as of 23:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

η
κόλλα που παρασκευάζεται από άμυλο, αλευρόκολλα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμυλο(ν) + κόλλα, απαντά δε για πρώτη φορά στο έγγραφο «Κανονισμός Ολυμπίων», το 1888].