πόρος
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ὁ, (πείρω, περάω) A means of passing a river, ford, ferry, Θρύον Ἀλφειοῖο π. Thryum the ford of the Alphëus, Il.2.592, h.Ap.423, cf. h.Merc.398; πόρον ἷξον Ξάνθου Il.14.433; Ἀξίου π. A.Pers.493; ἀπικνέεται ἐς τὸν π.τῆς διαβάσιος to the place of the passage, Hdt.8.115; π. διαβὰς Ἅλυος A.Pers.864(lyr.); τοῦ κατ' Ὠρωπὸν π. μηδὲν πραττέσθω IG12.40.22. 2 narrow part of the sea, strait, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο Hes.Th.292; παρ' Ὠκεανοῦ . . ἄσβεστον π. A.Pr.532 (lyr.); π. Ἕλλης (Dor. Ἕλλας), = Ἑλλήσποντος, Pi.Fr.189, A.Pers. 875(lyr.), Ar.V.308(lyr.); Ἰόνιος π. the Ionian Sea which is the passage-way from Greece to Italy, Pi.N.4.53; πέλαγος αἰγαίου πόρου E.Hel.130; Εὔξεινος, ἄξενος π. (cf. πόντος ΙΙ), Id.Andr.1262, IT253; διάραντες τὸν π., i.e. the sea between Sicily and Africa, Plb.1.37.1; ἐν πόρῳ in the passage-way (of ships), in the fair-way, Hdt.7.183, Th. 1.120, 6.48; ἐν π. τῆς ναυμαχίης Hdt.8.76; ἕως τοῦ π. τοῦ κατὰ τὸν ὅρμον τὸν Ἀφροδιτοπολίτην PHib.1.38.5(iii B.C.). 3 periphr., πόροι ἁλός the paths of the sea, i.e. the sea, Od.12.259; Αἰγαίου πόντοιο πλατὺς π. D.P.131; ἐνάλιοι π. A.Pers.453; π.ἁλίρροθοι ib.367, S.Aj.412(lyr.); freq. of rivers, π. Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, i.e. the Alphëus, Scamander, etc., Pi.O.1.92, A.Ch.366(lyr.), etc.; ῥυτοὶ π. Id.Eu.452, cf.293; Πλούτωνος π. the river Pluto, Id.Pr.806: metaph., βίου π. the stream of life, Pi.I.8(7).15; π. ὕμνων Emp.35.1. 4 artificial passage over a river, bridge, Hdt.4.136,140, 7.10.γ; aqueduct, IG7.93(Megara, V A.D., restd.), Epigr.Gr.1073.4 (Samos). 5 generally, pathway, way, A.Ag. 910, S.Ph.705(lyr.), etc.; track of a wild beast, X.Cyr.1.6.40; αἰθέρα θ' ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν their pathway, A.Pr.284(anap.); ἐν τῷ π.εἶναι to be in the way, Sammelb.7356.11(ii A.D.): metaph., πραπίδων πόροι A.Supp.94(lyr.). 6 passage through a porous substance, opening, Epicur.Ep.1pp.10,18 U.; esp. passage through the skin, οἱ πόροι the pores or passages by which the ἀπορροαί passed, acc. to Empedocles, πόρους λέγετε εἰς οὓς καὶ δι' ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται Pl.Men.76c, cf. Epicur. Fr.250, Metrod. Fr.7,Ti.Locr.100e; νοητοὶ π. S.E.P.2.140; opp. ὄγκοι, Gal. 10.268; so of sponges, Arist. HA548b31; of plants, Id.Pr. 905b8, Thphr.CP1.2.4, HP1.10.5. b of other ducts or openings of the body, π. πρῶτος, of the womb, Hp. ap. Poll.2.222; πόροι σπερματικοί, θορικοὶ π., Arist.GA716b17, 720b13; π. ὑστερικοί the ovaries. Id.HA570a5, al.; τροφῆς π., of the oesophagus, Id.PA650a15, al.; of the rectum, Id.GA719b29; of the urinal duct, ib.773a21; of the arteries and veins, Id.HA510a14, etc. c passages leading from the organs of sensation to the brain, ψυχὴ παρεσπαρμένη τοῖς π. Pl.Ax.366a; οἱ π. τοῦ ὄμματος Arist.Sens.438b14, cf. HA495a11, PA 656b17; ὤτων, μυκτήρων, Id.GA775a2, cf. 744a2; of the optic nerves, Heroph. ap. Gal.7.89. II c. gen. rei, way or means of achieving, accomplishing, discovering, etc., οὐκ ἐδύνατο π. οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν Hdt.2.2; οὐδεὶς π. ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος Id.3.156; τῶν ἀδοκήτων π. ηὗρε θεός E.Med.1418 (anap.); π. ὁδοῦ a means of performing the journey, Ar.Pax124; π. ζητήματος Pl.Tht.191a; but also π. κακῶν a means of escaping evils, a way out of them, E.Alc.213 (lyr.): c. inf., πόρος νοῆσαι Emp.4.12; π. εὐθαρσεῖν And.2.16; π. τις μηχανή τε . . ἀντιτείσασθαι E.Med.260: with Preps., π. ἀμφί τινος A.Supp.806 codd. (lyr.); περί τινος dub. in Ar.Ec.653; πόροι πρὸς τὸ πολεμεῖν X. An.2.5.20. 2 abs., providing, means of providing, opp. ἀπορία, Pl. Men.78d sq.; contrivance, device, οἵας τέχνας τε καὶ π. ἐμησάμην A.Pr. 477; δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον ib.59, cf. Ar.Eq.759; μέγας π. A.Pr.111; τίνα π. εὕρω πόθεν; E.IA356 (troch.). 3 π. χρημάτων a way of raising money, financial provision, X.Ath.3.2, HG1.6.12, D.1.19, IG7.4263.2 (Oropus, iii B.C.), etc.; ὁ π. τῶν χρ. D.4.29, IG12(5).1001.1 (Ios, iv B.C.); without χρημάτων, SIG284.23 (Erythrae, iv B.C.), etc.; μηχανᾶσθαι προσόδου π. X.Cyr.1.6.10, cf. PTeb.75.6 (ii B.C.): in pl., 'ways and means', resources, revenue, πόροι χρημάτων D. 18.309: abs., πόρους πορίζειν Hyp.Eux.37, cf. X.Cyr.1.6.9 (sg.), Arist. Rh.1359b23; πόροι ἢ περὶ προσόδων, title of work by X.: sg., source of revenue, endowment, OGI544.24 (Ancyra, ii A.D.), 509.12,14 (Aphrodisias, ii A.D.), etc. b assessable income or property, taxable estate, freq. in Pap., as BGU1189.11 (i A.D.), etc.; liability, PHamb.23.29 (vi A.D.), etc. III journey, voyage, μακρᾶς κελεύθου π. A. Th. 546; παρόρνιθας π. τιθέντες Id.Eu.770, cf. E.IT116, etc.; ἐν τῷ π. πλοῖον ἀνατρέψαι on its passage, Aeschin.3.158. IV Π personified as father of Ἔρως, Pl.Smp.203b.
German (Pape)
[Seite 684] ὁ (πείρω), 1) der Weg durch einen Fluß, Durchgang, Furth; Ἀλφειοῖο, Il. 2, 592; ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋῤῥεῖος ποταμοῖο, 14, 433. 21, 1. 24, 692; so auch πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων, die Übergänge, Wege des Meeres, Od. 12, 259; π όρος Ὠκεανοῖο, Hes. Th. 292; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, Pind. Ol. 1, 92, vgl. 2, 13. 6, 28; auch für Meer selbst, πρὸς Ἰόνιον πόρον, N. 4, 53 (vgl. Strab. 8, 7, 2); u. allgemein Pfa d, ἑλίσσων βίου πόρον, I. 7, 15; Aesch. sagt auch αἰθέρα θ' ἁγνὰν πόρον οἰωνῶν, Prom. 281; vgl. ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες, Eum. 740; bes. aber auch Meerespfad, Furth, κυματίας, Suppl. 541, ἁλμήεις, 824, ἁλίῤῥοθοι, Pers. 359, u. oft; u. vom Fluß, πόρον δ' Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾷν, Spt. 360; πόρου οὐ διαβὰς Ἅλυος ποταμοῖο, Pers. 848; πόροι ἁλίῤῥοθοι, Soph. Ai. 407; Διρκαῖος πόρος, Eur. Phoen. 737, u. öfter; der Übergang, die Brücke, Her. 4, 136. 140. 7, 10, 3. 8, 111; übh. der zum Übergang geeignete Ort, 8, 115; Thuc. 7, 78; die Meerstraße, 1, 120; übh. Gang, Plat. Epin. 982 b u. Sp.; ἡ παρακομιδὴ διὰ τοῦ πότου, Pol. 3, 43, 3; διάραντες τὸν πόρον, 1, 37, 1, u. öfter. – 2) Ausgang, Oeffnung, Loch, bes. die Poren des menschlichen u. thierischen Leibes, Plat. Men. 76 c u. öfter u. Sp., bes. Medic. u. Plut.; vgl. τῶν ἐσθιόντων ἀνεκάθηραν τοὺς πόρους Anaxipp. bei Ath. IX, 404 (v. 16), u. Damoxen. ib. III, 102 (v. 29); – πόρος ἀκουστικός, S. Emp. pyrrh. 1, 50. – Arist. nennt auch die Nervenfäden so u. die Fäden, woran sich manche Insektenlarven aufhängen. – 3) Übertr., die Art u. Weise zu einem Ziele zu gelangen, Mittel u. Wege dazu, Ausweg, Hülfsmittel, δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρους, Aesch. Prom. 59; οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην, 475; τῶν ἀδοκήτων πόρον εὗρε θεός, Eur. Med. 1418; τίς ἄν πως πόρος κακῶν γένοιτο, Alc. 211; τίς πόρος ἔσται περὶ τούτου, Ar. Eccl. 653; so Her. 2, 2. 3, 156; πόρον τινὰ εὑρίσκω τοῦ ζητήματος, Plat. Theaet. 191 a; τίνα ἐπὶ τούτῳ πόρον καὶ λόγον ἀνευρίσκομεν, Legg. VI, 752 e; auch das Erwerben, ἀγαθῶν, Men. 78 e; ἔχοντες τοσούτους πόρους πρὸς τὸ ὑμῖν πολεμεῖν, Xen. An. 2, 5, 20, vgl. Cyr. 1, 6, 9; Dem. u. Folgde; περὶ πόρον γίγνεσθαι χρημἀτων, Pol. 17, 17, 2. Uebh. die Einkünfte, wie Xen. ein Buch περὶ πόρων geschrieben hat.
Greek (Liddell-Scott)
πόρος: ὁ, (ἴδε ἐν λ. περάω) μέσον πρὸς διάβασιν ποταμοῦ, «πέραμα», μέρος αὐτοῦ διαβατόν, Λατ. vadum, Θρύον Ἀλφειοῖο πόρον, ὅθεν δύναταί τις νὰ διαβῇ τὸν Ἀλφειόν, Ἰλ. Β. 592, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 423, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 398· πόρον ἷξον Ξάνθου Ἰλ. Ξ. 433, Φ. 1· Ἀξιοῦ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 493· Πλούτωνος π., τὸ πέραμα τῆς Στυγός, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 806· μόγις εὗρον τὸν π. Ἡρόδ. 4. 140· ἀπικνέεται ἐς τὸν π. τῆς διαβάσιος, εἰς τὸν τόπον ἔνθα ἡ διάβασις, ὁ αὐτ. 8. 115· π. διαβῆναι Ἅλυος Αἰσχύλ. Πέρσ. 864, κτλ.· ― ἀκολούθως, 2) στενὸν μέρος τῆς θαλάσσης, πορθμός, Λατ. fretum, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο Θ. 292· παρ’ Ὠκεανοῦ… ἄσβεστον π. Αἰσχύλ. Πρ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 183· οὕτω, π. Ἕλλης (Δωρ. Ἕλλας) = Ἑλλήσποντος, Πινδ. Ἀποσπ. 197, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 875, Ἀριστοφ. Σφ. 308· Ἰόνιος π., τὸ Ἰόνιον πέλαγος ὅπερ εἶναι τὸ ἀπὸ Ἑλλάδος εἰς Ἰταλίαν πέραμα, Πινδ. Ν. 4. 87· πέλαγος Αἰγαίου πόρος Εὐρ. Ἑλ. 130· Εὔξεινος, ἄξενος π. (πρβλ. πόντος ΙΙ), ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1262, Ι. Τ. 253· διαίρεσθαι τὸν π., δηλ. τὴν θάλασσαν τὴν μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἀφρικῆς, Πολύβ. 1. 37, 1· ― ἐν πόρῳ, ἐν τόπῳ ὅθεν εἶναι ἡ διάβασις (τῶν πλοίων), Ἡρόδ. 7. 183, Θουκ. 1. 120., 6. 48· ἔνθα ἡ μάχη ἐγένετο, Ἡρόδ. 8. 76. 3) περίφρ., πόροι ἁλός, αἱ ὁδοί, τρίβοι τῆς θαλάσσης, ἡ θάλασσα, Ὀδ. Μ. 259· πόντοιο πλατὺς π. Διον. Π. 131· ἐνάλιοι π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 453· π. ἁλίρροθοι αὐτόθι 367, Σοφ. Αἴ. 412· πρβλ.· κέλευθος· ― καὶ συχν. ἐπὶ ποταμῶν, πόρος Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, δηλ. ὁ Ἀλφειός, ὁ Σκάμανδρος, κτλ., Πινδ. Ο. 1. 148, Αἰσχύλ. Χο. 366· ῥυτοὶ πόροι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 452· ― μεταφορ., βίου π., τὸ ῥεῦμα τῆς ζωῆς, Πινδ. Ι. 8. (7). 30. 4) τεχνητὴ διάβασις ποταμοῦ, γέφυρα, Ἡρόδ. 4. 136, 140., 7. 10· ― ὡσαύτως, ὑδραγωγεῖον, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 913, πρβλ. 1073. 4. 5) καθόλου, πέραμα, ὁδός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910, Σοφ. Φιλ. 705, κτλ.· τὰ ἴχνη ἀγρίου θηρίου, ὁ τόπος ὅθεν συνήθως διέρχεται, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· αἰθέρα θ’ ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν, τὸ μέρος ὅθεν διέρχονται τὰ πτηνά, ἡ ὁδὸς αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 281· ― μεταφορ., πραπίδων πόροι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 93. 6) δίοδος διὰ μέσου τοῦ δέρματος, οἱ πόροι, αἱ σμικρόταται τοῦ δέρματος ὀπαί, δι’ ὧν διέρχονται ἀπορροαὶ κατὰ τὸν Ἐμπεδοκλέα, πόρους εἰς οὓς καὶ δι’ ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται; Πλάτ. Μένων 76C, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Sturz εἰς Ἐμπεδ. σ. 341· οὕτως ἐπὶ τῶν σπόγγων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 8 κἑξ.· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 4. β) ἐπὶ παντὸς ἀγωγοῦ ἢ ἀνοίγματος τοῦ σώματος, π. πρῶτος, ἐπὶ τῆς μήτρας, Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 222· πόροι σπερματικοί, θορικοὶ π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 3, 2., 1. 14, 3· π. ὑστερικοί, αἱ ᾠοθῆκαι, αὐτόθι 2. 4, 18· τροφῆς π., ἐπὶ τοῦ οἰσοφάγου, π. Ζ. Μορ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ ἢ ἀπευθυσμένου ἐντέρου, π. Ζ. Γεν. 1. 13, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀγωγοῦ τῶν οὔρων, αὐτόθι 4. 4, 48· ἐπὶ τῶν ἀρτηριῶν καὶ φλεβῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, κτλ. γ) ἐπὶ τῶν ἀγωγῶν τῶν ἀγόντων ἐκ τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων εἰς τὸν ἐγκέφαλον, οἱ π. τοῦ ὄμματος Ἀριστ. π. Αἰσθήσ. 2, 17, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 6, π. Ζ. Μορ., 2. 10, 14· ὤτων, μυκτήρων π. Ζ. Γεν. 4. 6, 8, πρβλ. 2. 6, 32, κτλ.· ― ἴδε Bοnitz Ind. Arist. σ. 623. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., τρόπος ἢ μέσα πρὸς κατόρθωσιν, ἐκτέλεσιν, ἀνεύρεσιν, κτλ., οὐκ ἐδύνατο π. οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν Ἡρόδ. 2. 2· οὐδεὶς π. ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος ὁ αὐτ. 3. 156· τῶν ἀδοκήτων π. εὗρε θεὸς Εὐρ. Μήδ. 1418· π. ὁδοῦ, μέσον πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς πορείας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 124· ἀλλ’ ὡσαύτως, π. κακῶν, μέσον πρὸς ἀποτροπὴν τῶν κακῶν, τρόπος ἀπαλλαγῆς ἀπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 213, πρβλ. 221· ― μετ’ ἀπαρ., πόρος εὐθαρσεῖν Ἀνδοκ. 21. 37· πόρος τις μηχανή τε... τίσασθαι Εὐρ. Μήδ. 260· ― μετὰ προθέσεων, π. ἀμφὶ ἢ περί τινος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 806, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 653· π. πρὸς τὸ πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 20. 2) ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπορία, Πλάτ. Μένων 78D κἑξ.· ― ἐπινόημα, τέχνασμα, οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην Αἰσχύλ. Πρ. 477· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον αὐτόθι 59, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 757· μέγας π. Αἰσχύλ. Πρ. 111· τίνα π. εὕρω πόθεν; Εὐρ. Ι. Α. 356. 3) ἐν Ἀθήναις, π. χρημάτων, τρόπος τοῦ πορίζεσθαι, εὑρίσκειν χρήματα, Ξεν. Ἀθην. 3. 2, Ἑλλ. 1. 6, 12, Δημ. 14. 19· ὁ π. τῶν χρ. αὐτόθι 48. 15, κτλ.· μηχανᾶσθαι προσόδου π. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ «μέσα», εἰσοδήματα, πρόσοδοι, πόροι χρημάτων Δημ. 328. 19· ἀπολ., πόρους πορίζειν Ὑπερειδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 46, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8, κτλ.· ὁ Ξεν. ἔγραψε πραγματείαν ἐπιγραφομένην πόροι ἢ περὶ προσόδων, de Vectigalibus. ΙΙΙ. πορεία, ταξίδιον, μακρᾶς κελεύθου π. Αἰσχύλ. Θήβ. 546· παρόρνιθας π. τίθεσθαι Εὐμ. 770, Εὐρ. Ι. Τ. 116, κτλ. ἐν τῷ π. πλοῖον ἀνατρέψαι, κατὰ τὸν πλοῦν, Αἰσχίν. 76. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πόρος· ὁδός, τρίβος. ἢ τοῦ ποταμοῦ ῥεῦμα. οἱ δὲ τὴν διάβασιν αὐτοῦ· οἱ δὲ τὰς γεφύρας. καὶ ἀφορμή».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
A. I. passage, voie de communication (par eau ou par terre);
II. particul. :;
1 lit d’un fleuve, cours d’eau ; ῥυτοὶ πόροι ESCHL eaux vives, eaux courantes;
2 lit de la mer ; la mer elle-même : πόροι ἁλός OD, ἐνάλιοι πόροι ESCHL chemin de la mer, lit de la mer;
3 détroit : Ἕλλης πόρος ESCHL l’Hellespont (c. Ἑλλήσποντος);
4 pont;
5 voie, chemin;
6 conduit ou passage (pour les sécrétions, les humeurs, la respiration, etc.), pore;
7 fig. voie ou moyen pour arriver à un but, expédient, ressource : πόρος κακῶν EUR remède contre le maheur ; avec une prép. : πόρος ἀμφί τινος ESCHL, περί τινος, πρός τι moyen en vue de qch ; προσόδου πόρος XÉN, πόρος χρημάτων XÉN, πόροι χρημάτων DÉM voies et moyens pour se procurer de l’argent ; abs. οἱ πόροι XÉN les voies et moyens (pour faire face aux dépenses), les ressources de l’État ; πόροι ἢ περὶ Προσόδων les Ressources ou des Revenus, titre d’un ouvrage de Xénophon;
B. action de passer à travers, trajet, passage.
Étymologie: πείρω.
English (Autenrieth)
(cf. πείρω): passage-way, ford; πόροι ἁλός, ‘paths of the sea,’ Od. 12.259.
English (Slater)
πόρος (-ῳ, -ον.)
a ford, crossing βαρυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου, ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (N. 9.41)
b strait, crossing βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον i. e. the Adriatic (N. 4.53) ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν i. e. the Hellespont fr. 189.
c channel, course Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς (O. 1.92) Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων πόρον τ' Ἀλφεοῦ (O. 2.13) πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον δεῖ σάμερον ἐλθεῖν (O. 6.28) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ (O. 10.48) met., δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον (I. 8.15)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. το μέρος του ποταμού από το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη
2. πέρασμα, διάβαση («εὐθὺς γενέσθω πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.)
3. πορθμός, στενό μέρος της θάλασσας (α. «Ευβοϊκός πόρος» β. «πόρος Ἕλλας» — ο Ελλήσποντος, Πίνδ.)
4. μικρή κοιλότητα, άνοιγμα μικρού μεγέθους του καλυπτήριου συστήματος ή τών βλεννογόνων («πόροι του δέρματος»)
5. ανατ. σχηματισμός με μορφή μακρού κυλινδρικού σωλήνα, εκτός από τις αρτηρίες και τις φλέβες, διά του οποίου διέρχονται διάφορες ουσίες ή άλλα ανατομικά στοιχεία (α. «ακουστικός πόρος» β. «δακρυϊκοί πόροι» γ. «πόρος τροφής» — ο οισοφάγος, Αριστοτ.)
6. στον πληθ. οι πόροι
τα χρηματικά μέσα, τα εισοδήματα
νεοελλ.
1. βοτ. στρογγυλή οπή από την οποία απελευθερώνονται τα σπέρματα ορισμένων ώριμων καρπών οι οποίοι έχουν τη μορφή κάψας
2. (μυκητ.) το εξωτερικό άνοιγμα τών κατακόρυφων σωλήνων που βρίσκονται στην κάτω πλευρά του πίλου τών μανιταριών της οικογένειας βολετίδες ή της τάξης πολυπορώδη
2. φρ. α) «εθνικοί πόροι»
i) το σύνολο τών μέσων παραγωγής τών εν ενεργεία πηγών του εθνικού προϊόντος, δηλ. το απόθεμα του υλικού κεφαλαίου, του εργατικού δυναμικού και τών φυσικών πόρων
ii) το σύνολο τών αγαθών και υπηρεσιών που είναι διαθέσιμα σε μια χώρα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κατανάλωση και επένδυση
β) «βαδιστικός πόρος»
ζωολ.
οπή της ασβεστολιθικής πλάκας στη βαδιστική ζώνη του αχινού, από όπου εξέρχεται ο βαδιστικός ποδίσκος
γ) «βραγχιακός πόρος»
ζωολ. έξω στόμιο της βραγχιακής περιοχής που επιτρέπει την έξοδο του νερού στα εντερόπνευστα και στους κυκλοστόμους
δ) «γεννητικός πόρος»
ζωολ. εξωτερικό στόμιο τών γοναγωγών σε πολλές ομάδες ζώων
ε) «καψικός πόρος»
ζωολ. στόμιο της κεντρικής κάψας τών ακτινόποδων πρωτοζώων από όπου εξέρχονται τα ψευδοπόδια
στ) «υδροφορικός πόρος»
ζωολ. στόμιο του υδροφορικού συστήματος τών εχινοδέρμων στο επίπεδο της μαδρεπορικής πλάκας
ζ) «πεδίο πόρων» — σύνολο μικροσκοπικών πόρων που απαντούν αποκλειστικά στα ακτινόζωα της τάξης μονόπυλα
η) «βλαστητικός πόρος»
βοτ. περιοχή του γυρεοκόκκου με λεπτότερη μεμβράνη, από την οποία εξέρχεται ο αναπτυσσόμενος γυρεοσωλήνας
θ) «πόρος ξύλου»
βοτ. η κεντρική οπή τών αγγείων στα δικότυλα φυτά, που είναι ορατή σε τομή του κορμού κάθετη προς τον άξονα του φυτού
αρχ.
1. θάλασσα, πέλαγος (ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον», Πίνδ.)
2. τεχνητή διάβαση ποταμού, γέφυρα
3. υδραγωγείο
4. ο τόπος από όπου διέρχονται τα θηράματα («τοὺς πόρους αὐτῶν ἐκμανθάνω καὶ πρὸς οἷα χωρία φεύγοντες [ἀεὶ] ὁρῶνται οἱ λαγῷ», Ξεν.)
5. ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνεται ή επιτελείται κάτι («ἐπεὶ γε δὴ οὐδεὶς πόρος ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος», Ηρόδ.)
6. επινόημα, τέχνασμα
7. ο τρόπος εξεύρεσης χρημάτων
8. πορεία, ταξίδι
9. πλους («ἐν τῷ πόρῳ πλοῑον ἀνατρέψαι», Αισχίν.)
10. (ως κύριο όν. σε προσωποποίηση) ὁ Πόρος
ο πατέρας του Έρωτος
11. φρ. α) «πόρος ἁλός» — η θαλάσσια οδός
β) «πόρος ὁδοῡ» — μέσο για εκτέλεση πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόρος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα πορ- της ρίζας per- «διαπερνώ, διακομίζω, διέρχομαι» (πρβλ. πείρω, πέρα, πέρνημι, πόρνη). Η λ. πόρος έχει αρχική σημ. «πέρασμα, διάβαση, πορθμός» (πρβλ. πορεύς, πορεύω, πορθμός), η οποία στη συνέχεια επεκτάθηκε στη σημ. «μέσο, τρόπος για να περάσει κανείς» και επομένως «χρηματικά μέσα, αποθέματα, εισοδήματα» (πρβλ. πόριμος, πορίζω). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. κυρίως με τη σημ. «περνώ, διασχίζω, ταξιδεύω» (πρβλ. οδοι-πόρος, ποντο-πόρος, στενό-πορος), ενώ υπάρχουν και ορισμένα σύνθ., όπου η λ. πόρος χρησιμοποιείται και με τη σημ. «εισοδήματα, χρηματικά μέσα» (πρβλ. ά-πορος, εύπορος).
ΠΑΡ. πορεύω (-ομαι), πορθμός, πορίζω, πορώδης αρχ. πορεύς, πόριμος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ποροποιώ
νεοελλ.
πορογαμία, ποροσκοπία. (Β' συνθετικό) αεροπόρος, άπορος, βραδυπόρος, έμπορος, εύπορος, θαλασσοπόρος, οδοιπόρος, πεζοπόρος, ποντοπόρος, πρωτοπόρος, συνοδοιπόρος, ταχύπορος
αρχ.
αγχίπορος, αδροπόρος, αερσιπόρος, ακροπόρος, αλιπόρος, αμευσίπορος, αντίπορος, αραιοπόρος, αυτόπορος, βαθύπορος, βουπόρος, βραχυπόρος, γλαυκήπορος, δίπορος, ελιξόπορος, επτάπορος, ευθύπορος, ευρύπορος, ιθυπόρος, ιλιοπόρος, ιχθυπόρος, κελευθοπόρος, κυκλοπόρος, λαοπόρος, λινοπόρος, λοξόπορος, μακρόπορος, μεσοπόρος, ναύπορος, ναυσίπορος, νυκτιπόρος, οινοπόρος, οξύπορος, οπισθοπόρος, ορθοπόρος, παιδοπόρος, παλίμπορος, πανάπορος, παντοπόρος, πεντάπορος, πολύπορος, ποταμηπόρος, πυκνόπορος, σκολιοπόρος, στενόπορος, σύμπορος, τετράπορος, τηλέπορος, υγροπόρος, υδρόπορος, υψίπορος, χρυσόπορος, ωκύπορος
νεοελλ.
ανεμοπόρος, νυκτοπόρος, ωκεανοπόρος].
Greek Monotonic
πόρος: ὁ (περάω),
I. 1. μέσο για διάβαση ποταμού, πέρασμα, στενό, Λατ. vadum, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· Πλούτωνος πόρος, τα στενά της Στύγας, σε Αισχύλ.
2. στενή θάλασσα, ισθμός, πορθμός, Λατ. fretum, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· Ἰόνιος πόρος, το Ιόνιο πέλαγος που είναι το πέρασμα από την Ελλάδα στην Ιταλία, σε Πίνδ.· ἐν πόρῳ, στη διάβαση των πλοίων, στον ομαλό δρόμο, σε Ηρόδ.
3. περιφραστικά, πόροι ἁλός, τα μονοπάτια της θάλασσας, δηλ. η ίδια η θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐνάλιοι πόροι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για ποτάμια, πόρος Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, δηλ. ο Αλφειός κ.λπ., σε Πίνδ.
4. δρόμος πάνω από το ποτάμι, δηλ. γέφυρα, σε Ηρόδ.
5. γενικά, μονοπάτι, δρόμος, σε Αισχύλ., Σοφ.· πόρος οἰωνῶν, δρόμος τον οποίο διασχίζουν, σε Αισχύλ.
6. δίοδος μέσω του δέρματος, οἱ πόροι, πόροι του δέρματος, σε Πλάτ.
II. 1. με γεν. πράγμ., τρόπος ή τα μέσα προς επίτευξη, ολοκλήρωση, οὐκ ἐδύνατο πόρον οὐδένα ἀνευρεῖν, σε Ηρόδ.· πόρος ὁδοῦ, μέσα προς εκτέλεση πορείας, σε Αριστοφ.· πόρος κακῶν, μέσα αποφυγής κακών, σε Ευρ.· με απαρ., πόρος τις τίσασθαι, στον ίδ.
2. απόλ., μέσα επινόησης, εφεύρεση, τέχνασμα, διέξοδοι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
3. στην Αθήνα, πόρος χρημάτων, τρόπος απόκτησης χρημάτων, σε Ξεν., Δημ.· στον πληθ., οι «τρόποι και τα μέσα», εισοδήματα, πρόσοδοι, σε Δημ.
III. πορεία, πλεύση, ταξίδι, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πόρος: ὁ
1) место переправы, переправа, перевоз (Ἀλφειοῖο Hom.): Πλούτωνος π. Aesch. = Στύξ; ὁ π. τῆς διαβάσιος Her. место переправы; πόρον οὐ διαβὰς ποταμοῖο Aesch. не переправившись через реку;
2) пролив Hes., Aesch.: π. Ἓλλης Arph. = Ἑλλήσποντος;
3) море (как проход или путь) (Ἰόνιος π. Pind.; Εὔξεινος π. Eur.);
4) поэт. течение: ῥυτοὶ πόροι Aesch. текучая вода; πόροι ἁλός Hom. и ἐνάλιοι πόροι Aesch. морские течения, т. е. моря; π. Σκαμάνδρου Aesch. река Скамандр; βίου π. Pind. течение (река) жизни;
5) искусственная переправа, мост: λύειν τὸν πόρον Her. разрушить мост;
6) дорога, путь (οἰωνῶν Aesch.): πορφυρόστρωτος π. Aesch. устланный пурпуром путь; Διὸς πραπίδων πόροι Aesch. пути Зевсовых мыслей;
7) анат. канал, пора (πόροι σπερματικοί Arst.): τροφῆς π. Arst. пищевод;
8) выход, способ, средство (πόρον τινὸς ἀνευρεῖν Her.; π. ἐξ ἀμηχάνων Aesch.; π. κακῶν Eur.): πόροι πρὸς τὸ πολεμεῖν Xen. способы (успешного) ведения войны; περὶ ἱματίων τίς π. ἔσται; Arph. каким способом раздобыть одежды?; τίν᾽ ἀπορῶν εὕρω πόρον; Eur. как бы найти мне выход из безвыходного положения?;
9) доход, поступление, средства к жизни: π. и πόροι προσόδων или χρημάτων Xen., Dem. денежные средства; πόροι ἢ περὶ προσόδων доходы или о поступлениях (название сочинения Ксенофонта);
10) поездка, путешествие: μακρᾶς κελεύθου π. Aesch. далекое путешествие, дальний путь.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρος -ου, ὁ [~ πείρω] voorde, doorwaadbare plaats:; Ἀλφειοῖο π. oversteekplaats in de Alpheios Il. 2.592; ἀπικνέεται ἐς τὸν πόρον τῆς διαβάσιος hij bereikte de oversteekplaats Hdt. 8.115.1; oversteekplaats, brug:. λύσαντες τὸν πόρον... ἄπιτε breek de brug af en ga weg Hdt. 4.136.4. stroom:; ῥυτοῖς πόροις met waterstromen Aeschl. Eum. 452; zeestraat, vaarwater:; διατέμνουσα πόρον κυματίαν de golvende zeestraat overstekend Aeschl. Suppl. 545; ἐν πόρῳ in het vaarwater Hdt. 7.183.3; uitbr. zee:. Αἰγαῖος πόρος Egeïsche zee Eur. Hel. 130. doorgang, weg:; πόροι ἁλός de paden van de zee Od. 12.259; ἐνάλιοι π. zeewegen Aeschl. Pers. 453; αἰθέρα... πόρον οἰωνῶν de hemel, de weg van de vogels Aeschl. PV 280; ἔζευξεν... ὥστ ’ ἔχειν πόρον hij liet een brug bouwen om een doorgang te hebben Aeschl. Pers. 722; uitbr. als acc. v. h. inw. obj. weg, reis:. μακρὸν μὲν ἤλθομεν κώπῃ πόρον we zijn al roeiend een lange weg gegaan Eur. IT 116. geneesk. porie:. διὰ τῶν πόρων διεξελθόν door de poriën naar buiten komend (zweet) Hp. Flat. 8; πόρους εἰς οὓς καὶ δι ’ ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται ( λέγετε ); spreken jullie over poriën waarnaar en waardoor de afscheidingen gaan? Plat. Men. 76c. uitweg, hulpmiddel:; πόρον οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν geen enkele oplossing hiervoor vinden Hdt. 2.2.2; π. κακῶν uitweg uit de ellende Eur. Alc. 213; π. ζητήματος oplossing van het vraagstuk Plat. Tht. 191a; met inf.. πόρος νοῆσαι een middel om tot inzicht te komen Emp. B 3.12; πόρος... πόσιν δίκην τῶνδ ’ ἀντιτείσασθαι een middel om mijn echtgenoot hiervoor te laten boeten Eur. Med. 260. bron van inkomsten:; χρημάτων πόροι bronnen van inkomsten Eur. Suppl. 777; μηχανᾶσθαι προσόδου πόρον een bron van inkomsten verzinnen Xen. Cyr. 1.6.10; zonder gen., meestal plur..; Aristot. Rh. 1359b23; personif. ὁ\n Πόρος Overvloed. Plat. Smp. 203b.
Frisk Etymological English
See also: s. πείρω.
Middle Liddell
πόρος, ὁ, περάω
I. a means of passing a river, a ford, ferry, Lat. vadum, Il., Hdt., etc.; Πλούτωνος π. the Stygian ferry, Aesch.
2. a narrow sea, strait, firth, Lat. fretum, Hes., Aesch.; Ἰόνιος π. the Ionian sea which is the passage-way from Greece to Italy, Pind.:— ἐν πόρῳ in the passage-way (of ships), in the "fair-way" Hdt.
3. periphr., πόροι ἁλός the paths of the sea, i. e. the sea, Od.; ἐνάλιοι π. Aesch., etc.; so, of rivers, πόρος Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, i. e. the Alpheus, etc., Pind.
4. a way over a river, a bridge, Hdt.
5. generally a pathway, way, Aesch., Soph.; πόρος οἰωνῶν their pathway, Aesch.
6. a passage through the skin, οἱ πόροι the pores, Plat.
II. c. gen. rei, a way or means of achieving, accomplishing, οὐκ ἐδύνατο π. οὐδένα ἀνευρεῖν Hdt.; π. ὁδοῦ a means of performing the journey, Ar.; π. κακῶν a means of averting evils, Eur.:—c. inf., πόρος τις τίσασθαι Eur.
2. absol. a means of providing, contrivance, device, resource, Aesch., Ar.
3. at Athens, π. χρημάτων a way of getting or raising money, Xen., Dem.: in pl., "ways and means, " resources, revenue, Dem.
III. a going, journey, voyage, Aesch., Eur.
Frisk Etymology German
πόρος: πόρπη m., πόρπαξ m., πόρπη f.
{póros}
See also: s. πείρω.
Page 2,581
English (Woodhouse)
contrivance, device, expedient, journey, means, path, way, means to an end, narrow sea passage, narrow strip of sea, thing contrived, ways and means