ἐλέγχω

From LSJ
Revision as of 00:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλέγχω Medium diacritics: ἐλέγχω Low diacritics: ελέγχω Capitals: ΕΛΕΓΧΩ
Transliteration A: elénchō Transliteration B: elenchō Transliteration C: elegcho Beta Code: e)le/gxw

English (LSJ)

Od.21.424, etc.: fut.    A ἐλέγξω Ar.Nu.1043, etc.: aor. ἤλεγξα Il.9.522, etc.:—Pass., fut. ἐλεγχθήσομαι Antipho 2.4.10, X.Mem.1.7.2: aor. ἠλέγχθην Antipho l.c., Pl.Grg.458a, etc.: pf. ἐλήλεγμαι Id.Lg.805c: 3sg. ἐλήλεγκται Antiphol.c. (ἐξ-ηλεγμένοι is f.l. in Lys. 6.44): plpf. ἐξ-ελήλεγκτο D.32.27:—disgrace, put to shame, μῦθον ἐ. treat a speech with contempt, Il.9.522; ἐ. τινά put one to shame, Od. 21.424.—This usage is only Ep.    II cross-examine, question, Hdt.2.115, Pl.Ap.18d, etc.; μὴ 'λεγχε τὸν πονοῦντα A.Ch.919; φύλαξ ἐλέγχων φύλακα S.Ant.260; τί ταῦτ' ἄλλως ἐλέγχεις ; Id.OT333, cf. 783; ἔλεγχ', ἐλέγχου Ar.Ra.857; ἐ. τινὰ περί τινος Id.Pl.574; ἕνεκά τινος Antiph.207.10; τὰς ἀρχὰς βασάνοις χρώμενοι ἐλεγχόντων Pl. Lg.946c: c. acc. et inf., accuse one of doing, E.Alc.1058:—Pass., to be convicted, Hdt.1.24,117; ἐλεγχόμενοι εἴ τι περιγένοιτο τῶν χρημάτων D.35.36, cf. Pl.Prt.331c, 331d: with part., ἐλεγχθεὶς διαφθείρας Antipho 2.3.9, cf. 2.4.10; ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν X.Mem.1.7.2.    2 test, bring to the proof, ἀνδρῶν ἀρετὰν παγκρατὴς ἐλέγχει ἀλάθεια B.Fr. 10.2; πρᾶγμ' ἐ. A.Ag.1351 (Pass., τὸ πρᾶγμ' ἐλεγχθέν Ar.Ec.485); λόγον Pl.Sph.242b (Pass., Id.Tht.161e): with subject. clause, ἐ. τινά, εἰ... A.Ch.851, Ar.Eq.1232.    3 prove, τοῦτο ἐ. ὡς . . Pl.Phdr.273b, cf. Sph.256c: abs., bring convincing proof, ὡς ἡ ἀνάγκη ἐ. Hdt.2.22; αὐτὸ τὸ ἔργον ἐ. Th.6.86; περί τινος D.21.5.    4 refute, confute, τινά or τι, Pl.Grg.470c, al., D.28.2, Luc.Nigr.4:—Pass., Pl.Tht.162a; χρυσὸς κληῖδας ἐλέγχει proves that they avail not, AP5.216 (Paul. Sil.).    b put right, correct, prove by a reductio ad impossibile, ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἔστι καὶ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τὴν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Arist.SE 170a24; παράδοξα ἐ. Id.EN1146a23.    5 get the better of, στρατιὰν ὠκύτατι ἐ. Pi.P.11.49, cf. D.P.750, Him.Or.1.16.    6 expose, τινὰ ληροῦντα Pl.Tht.171d, cf. X.Mem.1.7.2, M.Ant.1.17; betray a weakness, Democr.222.    7 decide a dispute, ἀνὰ μέσον τῶν δύο LXX Ge. 31.37.

German (Pape)

[Seite 794] (perf. pass. ἐλήλεγμαι, s. ἐξελ.), 1) verschmähen, verachten; τῶν μὴ σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς μήτε πόδας Il. 9, 518; Schande machen, οὔ σ' ὁ ξένος ἐνὶ μεγάροισιν ἐλέγχει ἥμενος Od. 21, 424. Sonst gew. – 2) überführen, widerlegen u. dadurch beschämen; ἐμπεσεῖν δοκεῖ καὶ πρᾶγμ' ἐλέγχειν Aesch. Ag. 1324; τινὰ περί τινος, Ar. Plut. 574; ὡς οὐ καλῶς λέγομεν ἐλέγξας Plat. Soph. 259 a; οὐχὶ κἂν παῖς σε ἐλέγξειεν, ὅτι οὐκ ἀληθῆ λέγεις Gorg. 470 c; τούτων μήτε ἐλεγχθέντων μήτε ὁμολογηθέντων Soph. 241 d; geradezu = verwerfen; ἐληλεγμένων μοι τῶν φιλτάτων Luc. Nigr. 4. Uebh. darthun, zeigen (von welcher Art Etwas sei, τὸ σῶμα Anacr. 15, 32); ὡς ἅπαντά ἐστιν ὅμοια ἀλλήλοις Plat. Prot. 331 e; Soph. 256 c; εἰ ταῦτα ἦν μὴ ἱκανῶς ἔργοις ἐληλεγμένα, ὅτι δυνατὰ γενέσθαι, wenn die Möglichkeit nicht durch die That erwiesen wäre, Legg. VII, 805 c. Auch c. part., εὐθὺς ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν Xen. Hem. 1, 7, 2; ἐμὲ ἐλέγξας ληροῦντα Plat. Theaet. 171 d. Bei Pind. στρατιὰν ὠκύτητι, P. 11, 49, geradezu = besiegen, wie bei sp. D. – Ausforschen, ausfragen, untersuchen, (um darthun zu können, von welcher Art Etwas sei); ἰδεῖν ἐλέγξαι τ' αὖ θέλω τὸν ἄγγελον Aesch. Ch. 838; πότερον τὸ σὸν πάθημ' ἐλέγχω πρῶτον Soph. Phil. 338, vgl. O. R. 333. 783; καθίστησιν ἑαυτὸν εἰς κρίσιν τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτῶν ἐλέγχειν Thuc. 1, 131; λόγον Plat. Soph. 241 b; τὰς ἀρχὰς πάσας πάσαις βασάνοις χρώμενοι (alle Mittel der Untersuchung anwendend) ἐλεγχόντων, die Amtsverwaltung prüfen, Legg. XII, 946 c; τοὺς αἰχμαλώτους ἤλεγχον τὴν κύκλῳ πᾶσαν χώραν τίς ἑκάστη εἴη, sie fragten sie aus, was für ein Land ein jedes sei, Xen. An. 3, 5, 14, wie 4, 1, 23. – Mit dem Überführen ist oft ein Zurechtweisen, Tadeln verbunden; μὴ λεγχε τὸν πονοῦντ' ἔσω καθημένη Aesch. Ch. 906; ὑπὲρ ὧν ἡμάρτανον ἐλεγχόμενοι ἤχθοντο, sie ärgerten sich, daß sie über ihre Fehler zurechtgewiesen, getadelt wurden, Xen. Hem. 1, 2, 47; 2, 2, 9; bei Soph. φύλαξ ἐλέγχων φύλακα, Ant. 260, ist es mehr ein Schelten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλέγχω: Ὁμ., κτλ.: μέλλ. ἐλέγξω Ἀριστοφ. Νεφ. 1043, κτλ.: ἀόρ. ἤλεγξα Ὅμ., Ἀττ.: - Παθ., ἐλεγχθήσομαι Ἀντιφῶν 120. 21, Ξεν.: ἀόρ. ἠλέγχθην Εὐρ. Ἑλ. 885, Ἀντιφῶν ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ.: πρκμ. ἐλήλεγμαι Πλάτ. Νόμ. 805C· πρβλ. ἐξελέγχω. Ἀτιμάζω, τὸν μὴ σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς μηδὲ πόδας, «μὴ ἀτιμάσῃς τὸν ὑπὲρ τῆς ἀξιώσεως λόγον καὶ πρεσβείας, μηδὲ τὴν ἐνθάδε ἄφιξιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 522· ἐλ. τινά, καταισχύνειν, φέρειν τινὰ εἰς ὄνειδος, Ὀδ. Φ. 424· - Αὕτη ἡ χρῆσις εἶναι μόνον Ὁμηρική, πρβλ. ἔλεγχος (τό), ἐλεγχής. ΙΙ. ἀνακρίνω, ἐρωτῶ ὅπως καταπείσω, ὅπως ἀνακαλύψω ἐνοχήν, ἢ ὅπως ἀναιρέσω, ἀνασκευάσω, ἐπιπλήττω, κατηγορῶ, Ἡρόδ. 2. 115· μή ’λεγχε τὸν πονοῦντα Αἰσχύλ. Χο. 919· φύλαξ ἐλέγχων φύλακα Σοφ. Ἀντ. 260· τί ταῦτ’ ἐλέγχεις; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 333, πρβλ. 783· ἔλεγχ’, ἐλέγχου Ἀριστοφ. Βάτρ. 857· ἐλ. τινὰ περί τινος ὁ αὐτ. Πλ. 574· ἕνεκά τινος Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 1. 10· τινά τι Πλάτ. Λύσ. 222D· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατηγορῶ τινος ἐπί τινι πράξει, Εὐρ. Ἄλκ. 1058· μετὰ ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐλ. τινὰ εἰ... Αἰσχύλ. Χο. 851, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1232· ἐλ. τινὰ ὡς οὐ καλῶς λέγει Πλάτ. Σοφ. 259Α, πρβλ. Γοργ. 470C: - Παθ., εὑρίσκομαι ἔνοχος, καταδικάζομαι, Ἡρόδ. 1. 24, 117· ἐλεγχόμενοι, εἴ τι περιγένοιτο τῶν χρημάτων Δημ. 935. 11, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 231C καὶ D· μετὰ μετοχ., ἐλεγχθεὶς διαφθείρας Ἀντιφῶν 119, 2, πρβλ. 120. 17· ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὢν Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2. 2) ἐπὶ ἐπιχειρημάτων ἀποδεικτικῶν, φέρω εἰς ἀπόδειξιν, τὸ πρᾶγμ’ ἐλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1351· ἀναιρῶ, Δημ. 836. 10· καὶ ἑπομ., ἀπορρίπτω, Λουκ. Νιγρ. 4· χρυσὸς κληῖδας ἐλέγχει, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἰσχύουσιν, Ἀνθ. Π. 5. 217: - ἀπολ., φέρω ἀπόδειξιν πειστικήν, ὡς ἀνάγκη ἐλέγχει Ἡρόδ. 2. 22· περί τινος Δημ. 516. 1· καὶ ἀκολούθως καθόλου, ἀποδεικνύω, Λατ. arguere, Θουκ. 6. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1351· τὸ πρᾶγμ’ ἐλεγχθὲν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 485. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. ἀποδεικνύω διὰ τῆς εἰς τὸ ἀδύνατον ἢ ἄτοπον ἀπαγωγῆς, ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἐστὶ καὶ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τὴν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 9. 1. 4) καθόλου, νικῶ, καταβάλλω, στρατιὰν ὠκύτατι ἐλ. Πινδ. Π. 11. 74, πρβλ. Διον. Περιηγ. 750.

French (Bailly abrégé)

f. ἐλέγξω, ao. ἤλεγξα, pf. inus.
Pass. f. ἐλεγχθήσομαι, ao. ἠλέγχθην, pf. ἐλήλεγμαι);
I. dans Hom. faire honte : τινα OD à qqn;
II. p. suite
1 traiter avec mépris, acc.;
2 convaincre (d’une faute, d’un tort, d’une erreur, etc.) : ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν XÉN il sera convaincu d’être ridicule;
3 reprocher, blâmer, accuser : τινα qqn ; τι de qch ; τινά τι qqn de qch;
4 réfuter ; en gén. prouver;
5 p. ext. repousser, rejeter ; en gén. triompher de, l’emporter sur, vaincre;
6 questionner, interroger : πάθημα SOPH questionner (qqn) sur l’outrage qu’il a subi ; en gén. admettre comme moyen d’information, acc..
Étymologie: ἔλεγχος¹.

English (Autenrieth)

dishonor, bring disgrace upon, Od. 21.424 ; τῶν μὴ σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς | μηδὲ πόδας, ‘put not to shame their words and mission,’ i. e. by making them vain, Il. 9.522.

English (Slater)

ἐλέγχω
   1 put to shame Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (P. 11.49) in tmesis, κατὰ εἶδος ἐλέγχων (v. κατελέγχω) (O. 8.19)

Spanish (DGE)

• Morfología: [pas. perf. ind. 1a sg. ἐλήλεγμαι Luc.DMort.24.1, 3a sg. ἐλήλεγκται Antipho 2.4.10, ἤλεγκται Xenocrates 129, ἐλήλεκται Pall.in Hp.130, part. neutr. plu. ἐληλεγμένα Pl.Lg.805c]
A en sent. neutr.
I c. ac. de pers., tb. jur.
1 poner a prueba, someter a examen o interrogatorio, interrogar c. ac. de pers. μή μ' ἔλεγχε πλείοσιν λόγοις no me investigues con más preguntas, e.d., no me interrogues más S.El.1353, c. ac. sobreentendido ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τ' ἤλεγχον me acerqué a mi madre y a mi padre y les interrogué S.OT 782, οὗτοι δὲ τὰς ἀρχὰς πάσας δώδεκα μέρη διελόμενοι ... ἐλεγχόντων y que ellos, tras dividir todas las magistraturas en doce partes, procedan a realizar la investigación para elegir a los mejores, Pl.Lg.946c, c. compl. prep. de la pers. a la que se somete a prueba καθίστησιν ἑαυτὸν ἐς κρίσιν τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτὸν ἐλέγχειν se ofrece a ser juzgado por quienes quieran hacer una investigación sobre él Th.1.131, en v. pas., de un criminal ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ... ἐλέγχεται en el Areópago ... es sometido a examen Lys.6.14.
2 preguntar c. ac. de pers. y or. interr. indir. ἐλέγξαι ... θέλω τὸν ἄγγελον, εἴτ' αὐτὸς ἦν θνῄσκοντος ἐγγύθεν παρών quiero preguntar al mensajero si se hallaba presente cerca del muerto A.Ch.851, cf. Arr.An.3.21.7, τοὺς ἑαλωκότας ἤλεγχον τὴν κύκλῳ πᾶσαν χώραν τίς ἑκάστη εἴη preguntaban a los prisioneros cuál era cada una de las comarcas de alrededor X.An.3.5.14.
II c. ac. de cosa o abstr.
1 examinar, investigar τὸ σὸν πάθημ' ἐλέγχω πρῶτον S.Ph.338, cf. OT 333, Call.Del.88.
2 poner a prueba τὸν μῦθον la leyenda del ὄμφαλος de Delfos, Plu.2.409f.
3 sent. fís. palpar, tentar ἐλέγχει· ψηλαφᾷ Hsch.ε 2038.
III c. énf. en la ‘prueba’ y la ‘demostración’, frec. c. suj. de cosa o abstr.
1 mostrar, revelar, poner de manifiesto o en evidencia
a) c. ac. de cosa o abstr. ἐμοὶ ... δοκεῖ ... πρᾶγμ' ἐλέγχειν propongo que descubramos el suceso A.A.1351, ἡ τέκνοις ἄγαν χρημάτων συναγωγὴ πρόφασίς ἐστι φιλαργυρίης τρόπον ἴδιον ἐλέγχουσα el amontonamiento excesivo de bienes para los hijos es una excusa que revela el carácter propio de la codicia Democr.B 222, τὰς τινῶν πονηρίας ἐλέγχειν I.Vit.339, cf. Thdt.Is.1.97, τὰς ἁμαρτίας Herm.Vis.1.1.5, τὰ κρυπτά Ign.Phil.7.1, Artem.1.68, en v. pas. ἡμῖν δ' ἂν αἰσχύνην φέροι πάσαισι ... τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἐλεγχθέν nos traería vergüenza a todas nosotras que este hecho quedase al descubierto Ar.Ec.485, cf. Hdn.3.12.4, Eu.Io.3.20, Vett.Val.318.1, ἐλεγχομένης τῆς ἀληθείας demostrada la verdad Gem.8.26;
b) c. ac. de pers. τῶν θεῶν δὲ εὐποιία τὸ μηδεμίαν συνδρομὴν πραγμάτων γενέσθαι, ἥτις ἔμελλέ με ἐλέγξειν es beneficencia de los dioses que no haya ocurrido ninguna coincidencia que me haya puesto en evidencia M.Ant.1.17, en v. pas. καὶ ταῦτ' ... ἐγγράψασθε ... ἀγνῶθ' ὅμιλον, ὡς ἐλέγχεται χρόνῳ grabaos esto ... que gente extraña sólo es probada con el tiempo A.Supp.993, Νῶε ... ἐπαινετὴς ἐλέγχεται συστάσεως καὶ γενέσεως Ph.1.102
c. part. pred. πολλὰ ἂν ἐμὲ ... ἐλέγξας ληροῦντα tras haber demostrado que yo estaba diciendo muchas tonterías Pl.Tht.171d, Ἥλιος ἤλεγξε τὴν Ἀφροδίτην συμμιγνυμένην ... Ἄρει Helios puso al descubierto que Afrodita estaba teniendo trato con Ares Io.Ant.Fr.Hist.7.2.8, ἐάν τι δυνηθῆτε ἐλλέγξαι (sic) ὡς κακῶς ὑπ' αὐτοῦ διοικηθέν ... si podéis probar que algo ha sido mal administrado por él, BGU 388.2.13 (II d.C., cf. BL 11.17), en v. pas. εὐθὺς ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν (ὁ κακὸς αὐλητής) X.Mem.1.7.2, cf. Aristaenet.1.22.18;
c) c. suj. de abstr. o cosa probar, evidenciar, revelar ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σοφία τε παγκρατής τ' ἐλέγχει ἀλάθεια el valor de los varones lo demuestra la sabiduría y la todopoderosa verdad B.Fr.14
c. ac. sobreentendido ὡς ἡ ἀνάγκη ἐλέγχει Hdt.2.22, ὄφρα ... ἔργα δ' ἐλέγχῃ χεῖρας mientras que los trabajos revelen las manos (que los han realizado) AP 6.250 (Antiph.), τὰ δὲ ἔργα ἤλεγχε τὸν ἀληθινὸν πατέρα Them.Or.13.169b, cf. Adam.Epit.Matr.4
c. or. complet. καὶ ὡς ἀληθῆ λέγω, τὸ αὐτὸ ψήφισμα ἐλέγξει Lys.13.72, en v. pas. εἰ μὲν ταῦτα ἦν μὴ ἱκανῶς ἔργοις ἐληλεγμένα ὅτι δυνατά ἐστι γίγνεσθαι si no se hubiera demostrado suficientemente con hechos que es posible que eso suceda Pl.l.c., cf. Plb.9.22.9, ὡς ... οὐκ ἐσμὲν ἄθεοι ... ἐλήλεγκται Athenag.Leg.30.6
c. compl. pred. πάντων δὲ τῶν κατηγορηθέντων ἀπίστων ἐλεγχθέντων una vez demostradas todas las acusaciones como inverosímiles Antipho 2.4.10, τὸ γὰρ ἀσθενὲς ἄχρηστον ἐλέγχεται pues la debilidad se revela inútil LXX Sap.2.11.
2 c. suj. de pers. demostrar, probar que c. ac. de cosa o abstr. y complet. ὥστε ... κἂν ταῦτα ἐλέγχοις ... ὡς ἅπαντά ἐστιν ὅμοια ἀλλήλοις de modo que también probarías que todas esas (las partes del rostro) son semejantes entre sí Pl.Prt.331d, sólo c. or. complet. ἐλέγχοντες ὡς ἔστι κατὰ φύσιν ταύτῃ demostrando que tal es su naturaleza Pl.Sph.256c.
3 jur. probar fehacientemente, demostrar convincentemente en una acusación o alegato, en v. pas. c. compl. prep. κλοπαὶ ... οὐκ ἠλέγχοντο no se probaron los robos Plu.Per.31, cf. POxy.1032.30 (II d.C.)
abs. νομίζων τῷ ... κατηγόρῳ περὶ τῶν τοιούτων προσήκειν ἐλέγχειν μόνον pensando que al acusador le importa tan sólo establecer las pruebas de tales acusaciones D.21.5, cf. PYale 34.3 (III a.C.).
B en sent. neg. para el objeto
I gener.
1 rechazar, repudiar τῶν μή σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς de ellos tú al menos no rechaces la palabra, Il.9.522 ἐμὴν μὴ Κύπριν ἐλέγξῃς no rechaces mi Cipris Colluth.297
menospreciar, tener en menos γάλα λευκόν la blancura de la leche Nonn.D.4.142.
2 c. ac. de pers. deshonrar, ser motivo de deshonor para Τηλέμαχ', οὔ σ' ὁ ξεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἐλέγχει ἥμενος Telémaco, el extranjero sentado en tu casa no es una deshonra para tí habla Odiseo tras la hazaña del arco Od.21.424, en v. pas. ἐλεγχθεῖσαι· αἰσχυνθεῖσαι Hsch.
3 censurar, criticar, hacer reproches μὴ ἔλεγχε τὸν πονοῦντ' ἔσω καθημένη no censures al que se fatiga mientras que te quedas sentada en casa A.Ch.919, νυκτὶ δ' ὅλῃ βασιλῆας ἐλέγχομεν Call.Fr.329, cf. LXX Si.31.31, D.C.56.40.6, ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε LXX Pr.9.8
c. ac. de abstr. τὰ οἰκήϊα ἁμαρτήματα Democr.B 60, τὴν τέχνην ref. a la poesía de Eurípides, Ar.Ra.961, τὴν ἀμουσίαν αὐτῶν Ael.VH 13.25, παρθενικήν Nonn.D.48.446, c. part. pred. (ὁ θεὸς) ἤλεγξεν αὐτὸν (τὸν Ἰωνᾶν) οὐ δικαίως ἀθυμοῦντα (Dios) lo censuró (a Jonás) por angustiarse injustamente Iust.Phil.Dial.107.3
abs., X.Mem.2.2.9, Plu.2.1b, Sext.Sent.245, en v. pas., c. compl. prep. ἐλεγχόμενος ὑπ' αὐτοῦ περὶ Ἡρῳδιάδος (Herodes) censurado por aquel a propósito de Herodías, Eu.Luc.3.19
en lit. jud.-crist. corregir, reprender ἐλεγμῷ ἐλέγξεις τὸν πλησίον σου LXX Le.19.17, cf. Eu.Matt.18.15, en uso abs., 2Ep.Ti.4.2.
4 c. ac. de pers. acusar, culpar φύλαξ ἐλέγχων φύλακα culpando un guardián a otro guardián S.Ant.260, ἐκ δὲ τῶν εἰκότων προσποιούμενοί με ἐλέγχειν esforzándose en culparme con indicios verosímiles Antipho 2.4.10, τοὺς ... ὀλίγους Th.6.38, c. pred. με ... ἀντὶ ἰητροῦ μισθωτὸν ἐλέγχοντες acusándome de mercenario en vez de médico Hp.Ep.16
c. or. de inf. expr. la acusación φοβοῦμαι ... μή τίς μ' ἐλέγξῃ ... ἐν ἄλλης δεμνίοις πίτνειν ... temo que alguien me acuse de caer en el lecho de otra (mujer), E.Alc.1058, en v. pas. μὴ τερατολογεῖν τολμᾶτε, ὅπως μή γε ... μωραίνειν ἐλέγχθεσθε no os atreváis a hablar de prodigios, no sea que seáis acusados de locura Iust.Phil.Dial.67.2
c. or. complet. expr. la acusación τοῦτον (τὸν Αἴσχυλον) ... ἐλέγξω, ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ pondré en evidencia a ése (a Esquilo) que era fanfarrón y tramposo Ar.Ra.908, cf. Hdt.4.68, en v. pas. ἄκριτοι απέθανον, πρὶν παραγενέσθαι τινὰ αὐτοῖς ἐλεγχομένοις ὡς ἠδίκουν murieron sin juicio, antes de que les asistiese nadie cuando eran acusados de haber delinquido Lys.19.7
abs. ἐλέγχουσα ἡ δίκη la justicia acusadora LXX Sap.1.8, en v. pas. ὑπὸ τοῦ συνειδότος ἐλεγχόμενος acusado por mi conciencia Ph.2.49, cf. 309, ἀπὸ τῆς ὀσμῆς ἐλέγχεσθαι ser acusado a causa del olor (a corrupción), Ign.Magn.10.2.
5 medic. obstaculizar, dañar ἐλέγχει γὰρ τὴν φύσιν τὸ ἁθρόον (τοῦ αἵματος) porque el flujo caudaloso (de sangre) daña a la naturaleza Aret.CA 2.3.4, en v. pas. Aret.CD 1.5.2.
II jur., c. ac. de pers. probar, demostrar la culpabilidad de alguien o la veracidad de una denuncia:
a) frec. en v. pas. ser convicto, ser hallado culpable (λέγουσι) τοὺς ἐκπλαγέντας οὐκ ἔχειν ἔτι ἐλεγχομένους ἀρνέεσθαι (cuentan) que ellos estupefactos ya no pudieron negar más al verse convictos (de su crimen), Hdt.1.24, cf. Lys.20.22, ἀποτινέτωσ[αν τ] οῖς τὴν ὠνὴν πριαμένοις καθ' ἕκαστον ὧν ἂν ἐλεγχθῶ[σι], (δραχμὰς) ... que paguen a los que hicieron la compra con una multa de ... dracmas cada uno según hayan sido encontrados culpables, PRev.Laws 33.17, cf. SB 9454.1.11 (ambos III a.C.)
c. part. pred. ὅ τε γὰρ καταμαρτυρῶν μου ἄπιστος ἐλήλεγκται ὤν porque ha quedado probado que el que depuso contra mí no es creíble Antipho 2.4.10, cf. 2.3.9, Aeschin.1.115, PAmh.33.34 (II a.C.), Athenag.Leg.2.1, ἵνα ... ὁ πονηρὸς ... ἐλεγχθῆτο μὴ ὢν θεός para que el Maligno sea hallado convicto de no ser Dios, Ep.Paul.Apocr.15 (p.38), c. compl. prep., I.Ap.2.5
fig., c. suj. de cosa y part. pred. ὁ αὐλὸς ... ἀπᾴδων ἐλήλεγκται la flauta (de Marsias) ha quedado convicta de desentonar Philostr.Iun.Im.2.1;
b) en v. act. (ὁ παράκλητος) ἐλέγξει τὸν κόσμον (el Paráclito) probará que el mundo es culpable, Eu.Io.16.8, ἐκείνους ἐλέγχειν probar la culpabilidad de aquellos, PStras.41.31 (III d.C.)
c. compl. prep. expr. los cargos o la causa de la acusación τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἀμαρτίας; Eu.Io.8.46, cf. PLips.43.12 (IV d.C.)
c. ac. de pers. y part. pred. ἀφίετε αὐτὸν ὡς μηδὲν ἐλέγχειν ἔχοντες ἁμαρτάνοντα dejadlo libre porque no podéis hallarlo culpable de pecado Iust.Phil.1Apol.4.6
abs. ἀναντιλέκτως ἤλεγξεν probó la culpabilidad sin discusión Aen.Tact.31.9 (ter), διδόσθω τῷ ἐλέγξαντι τὸ ἥμισυ que se le entregue la mitad (de la multa) al denunciante si prueba la acusación, IG 22.1100.53 (II d.C.), cf. TAM 2.1159.8, SEG 48.1715.12 (ambas Licia, imper.).
III c. resultado neg.
1 probar que un argumento, opinión o procedimiento es falso o defectuoso, refutar, poner en entredicho c. ac. de pers. refutar a ὅτῳ ταῦτα μὴ δοκεῖ, αὐτὸ τὸ ἔργον ἐλέγχει a quien no le parezca así esto, el propio hecho lo refuta Th.6.86, οὐδὲ γὰρ ... οἷόν τ' ἐστὶν αὐτῶν ... ἐλέγξαι οὐδένα, ἀλλ' ἀνάγκη ... ἐλέγχειν μηδενὸς ἀποκρινομένου porque no es posible refutar a ninguno de ellos, sino que es preciso que refute sin que nadie (me) responda Pl.Ap.18d, cf. Hdt.2.115, Lys.31.16, τοὺς ἀντιλέγοντας Ep.Tit.1.9, c. doble ac. τοῦτ' αὐτὸν ἐλέγξαι πειράσομαι πρῶτον en esto intentaré refutarlo primero D.28.1, c. ac. de pers. y compl. prep. καὶ σύ γ' ἐλέγξαι μ' οὔπω δύνασαι περὶ τούτου Ar.Pl.574, c. ac. de pers. y or. complet. ἀλλ' οὐχὶ κἂν παῖς σε ἐλέγξειεν ὅτι οὐκ ἀληθῆ λέγεις; ¿pero no sucede que incluso un niño podría convencerte de que no dices verdad? Pl.Grg.470c, c. ac. de abstr., esp. ref. a acusaciones, afirmaciones o argumentos σκέψαι δὲ τὴν παίδευσιν ᾗ πέποιθεν ὡς ἐλέγξω observa cómo voy a refutar la educación en la que confía Ar.Nu.1043, cf. Antipho 5.84, Pl.Sph.242b, c. ac. de abstr. y or. complet., Pl.Phdr.273b
abs. τῶν κατηγόρων ὁ βουλόμενος παρελθὼν ἐλεγξάτω Lys.25.14, en v. pas. ἔλεγχ', ἐλέγχου refuta y déjate refutar Ar.Ra.857, τούτων γὰρ μήτ' ἐλεγχθέντων μήτε ὁμολογηθέντων Pl.Sph.241e, cf. Tht.161a, Grg.458a.
2 fil. refutar lógicamente, probar mediante la reducción al absurdo, rectificar un silogismo ὅσα γὰρ ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἔστι καὶ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τὴν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς en todas cuantas cosas se pueden demostrar, es posible también refutar al que formula la contradicción de lo verdadero Arist.SE 170a24, παράδοξα ἐλέγχειν refutar de manera paradójica, e.d., con afirmaciones contrarias a la opinión común Arist.EN 1146a23, en v. pas. (ἡ Ξενοκράτους ἀπόφασις) ... αὕτη τῷ Ἀριστοτέλει ἤλεγκται Xenocrates l.c., cf. Pall.l.c.
3 rechazar como falso, impugnar τὰ εἴδωλα Athenag.Leg.18.2, cf. Mart.Pol.Epil.Mosq.1, en v. pas. ἐλυπούμην, ἐληλεγμένων μοι τῶν φιλτάτων me afligía, porque habían sido rechazadas las cosas más queridas para mí Luc.Nigr.4.
IV c. énfasis en el resultado positivo para el sujeto vencer, aventajar, superar
a) c. suj. de pers. ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι vencieron a la tropa griega en rapidez Pi.P.11.49, ἄνδρας ref. a una victoria en el estadio, Call.Fr.84, τόξα D.P.750, Μαρσύαο ... αὐλόν Nonn.D.1.42, Ἄμπελος ἱμερόεις Γανυμήδεος εἶδος ἐλέγχει Nonn.D.10.317, c. dat. instrum. τοὺς μὲν βαρβάρους τοῖς ὅπλοις, τῇ δὲ ἀρετῇ ... τοὺς ὁμοφύλους Him.6.27;
b) c. suj. de cosa οὔτε χρόνου μῆκος ... ἐλέγχει τὴν καρτερίαν Thdt.H.Rel.32.2, χρυσὸς ὅλους ῥυτῆρας, ὅλας κληῖδας ἐλέγχει el oro vence todos los lazos, todas las cerraduras, AP 5.217 (Paul.Sil.).

• Etimología: Dud. Quizá rel c. het. lengāi- ‘juramento’, pero tb. se compara c. let. lanft y ags. lahan ‘injuriar’.

English (Strong)

of uncertain affinity; to confute, admonish: convict, convince, tell a fault, rebuke, reprove.

English (Thayer)

future ἐλέγξω; 1st aorist infinitive ἐλέγξαι, imperative ἔλεγξον; (passive, present ἐλέγχομαι; 1st aorist ἐλεγχθην); the Sept. for הוכִיחַ;
1. to convict, refute, confute, generally with a suggestion of the shame of the person convicted ("ἐλέγχειν hat eigentlich nicht die Bedeutung ' tadeln, schmähen, zurechtweisen,' welche ihm die Lexika zuschreiben, sondern bedeutet nichts alsüberführen (Schmidt, chapter 4: § 12)): τινα, of crime, fault, or error; of sin, ἐλεγχόμενοι ὑπό τοῦ νόμου ὡς παραβάται, ὑπό τῆς συνειδήσεως, R G (Philo, Works, ii., p. 649 (ed. Mang., vi. 203, Richter edition, fragment περί ἀναστάσεως καί κρίσεως) τό συνειδός ἔλεγχος ἀδέκαστος καί πάντων ἀψευδεστατος); followed by περί with the genitive of thing, L T Tr WH in Aristophanes, Plutarch, 574); contextually, by conviction to bring to light, to expose: τί, Aristophanes ecclesiastical 485; τά κρυπτά, Artemidorus Daldianus, oneir. 1,68; ἐπιστάμενος, ὡς εἰ καί λαθοι ἡ ἐπιβουλή καί μή ἐλεγχθειη, Herodian, 3,12, 11 (4th edition, Bekker); others); used of the exposure and confutation of false teachers of Christianity, ταῦτα ἔλεγχε, utter these things by way of refutation, to find fault with, correct;
a. by word; to reprehend severely, chide, admonish, reprove: L T Tr text; τινα περί τίνος, to call to account, show one his fault, demand an explanation: τινα, from someone, to chasten, punish (according to the translation of the Hebrew הוכִיחַ, L; Trench, § iv. Compare: ἐξελέγχω, διακατελεγχὡ(μαἰ.)

Greek Monolingual

(AM ἐλέγχω)
1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση της αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα», «τί ταῡτ' ἐλέγχεις;»)
2. επιπλήττω, κατηγορώ, αποδοκιμάζω («τον ελέγχουν για τη συμπεριφορά του»)
3. (για λόγους, θεωρίες, επιχειρήματα κ.λπ.) αναιρώ, ανασκευάζω
4. αποδεικνύω, αποκαλύπτω
μσν.- νεοελλ.
φρ. «η συνείδηση μέ ελέγχει» — έχω τύψεις συνειδήσεως, κρίνω ότι κάποια ενέργειά μου δεν ήταν ορθή
αρχ.
1. ατιμάζω, εξευτελίζω
2. αποδεικνύω «διὰ τῆς εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς»
3. νικώ
4. ενεργώ ως διαιτητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το ελαχύς «μικρός, χαμηλός, ευτελής», επειδή οι δύο τ. παρουσιάζουν κάποια σημασιολογική ομοιότητα, δεδομένου ότι η αρχική σημ. του ρήματος είναι πιθ. «περιφρονώ, ντροπιάζω, εξευτελίζω, μειώνω», η οποία εξάλλου αρμόζει και στις ομηρικές, δικανικές και ιωνικές-αττικές χρήσεις της λέξεως (πρβλ. και γερμ. schmahen, «μειώνω», μσν. άνω γερμ. smachen «μεταχειρίζομαι περιφρονητικά», αρχ. άνω γερμ. smāhen «μειώνω» [< smāhi «μικρός»] καθώς και γερμ. Schmach, μσν. άνω γερμ. smāhe, sm?he «εξύβριση»). Σύμφωνα με αυτήν την ετυμολογία, ο τ. ελέγχω αντί ελέμφω < IE lengwh- «ευκίνητος, ελαφρός», το δε -χ- της λέξεως ερμηνεύεται αναλογικά προς το ελαχύς, ελάχιστος].

Greek Monotonic

ἐλέγχω: μέλ. ἐλέγξω, αόρ. αʹ ἤλεγξα — Παθ., μέλ. ἐλεγχθήσομαι, αόρ. αʹ ἠλέγχθην, παρακ. ἐλήλεγμαι·
I. ατιμάζω, ντροπιάζω, μῦθον ἐλ., μεταχειρίζομαι το λόγο με περιφρόνηση, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλ. τινά, κάνω, φέρνω κάποιον σε ντροπή, ντροπιάζω, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. εξετάζω κατά αντιπαράσταση, ανακρίνω, ερωτώ, με σκοπό την ανασκευή ή την απόδειξη, επικρίνω, κατηγορώ, σε Ηρόδ., Αττ.· με αιτ. και απαρ., κατηγορώ κάποιον για κάποια πράξη, σε Ευρ. — Παθ., καταδικάζομαι, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
2. λέγεται για επιχειρήματα, αναιρώ, ανασκευάζω, αποδεικνύω κάτι εσφαλμένο, αντικρούω, αποκρούω, ανατρέπω, σε Αισχύλ., Δημ.· απόλ., φέρνω πειστική απόδειξη, σε Ηρόδ.· μεταγεν., αποδεικνύω, Λατ. arguere, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλέγχω: (fut. ἐλέγξω, aor. ἤλεγξα; pass.: fut. ἐλεγχθήσομαι, aor. ἠλέγχθην, pf. ἐλήλεγμαι)
1) покрывать позором, посрамлять (τινά Hom.): ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν Xen. он будет посрамлен и осмеян;
2) одолевать, побеждать, aor. превзойти (ἐλέγξαι τινὰ ὠκύτητι Pind.);
3) отвергать с презрением, aor. пренебречь (μῦθόν τινος Hom.);
4) отвергать, отклонять (τὰ φίλτατα ἐληλεγμένα Luc.): τούτων μητ᾽ ἐλεγχθέντων μηθ᾽ ὁμολογηθέντων Plat. поскольку все это и не отвергнуто, и не принято;
5) опровергать, возражать (τοῦτ᾽ ἐλεγξαι πειράσομαι πρῶτον, ἐφ᾽ ᾧ φρονεῖ μάλιστα Dem.): διαφυγεῖν τὸ ἐλεγχθῆναι Arst. ускользнуть от возражений (противника); ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἔστι καὶ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τὴν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Arst. если что-л. (вообще) может быть доказано, то может быть опровергнут и тот, кто утверждает нечто, противоположное истине;
6) (из)обличать, уличать: οὐκ ἔχειν ἔτι ἐλεγχομένους ἀρνέεσθαι Her. (рассказывают), что они, будучи уличены, не могли больше отпираться; ἐ. σὺν νεορρύτῳ ξίφει Aesch. поймать на месте преступления с обнаженным мечом;
7) порицать, обвинять (τινά τι Plat., τινὰ περί τινος Arph. и τινὰ ποιεῖν τι Eur.): περί τινα ἐ. Dem. обвинять кого-л. (на суде); φύλαξ ἐλέγχων φύλακα Soph. так как один страж сваливает вину на другого; ἐ. αὑτὸν τοῖς Συρακουσίοις παρεῖχεν Plut. он дал сиракузцам повод выступить против него с обвинениями; ἠλέγχετο κατέχειν ἑαυτὸν οὐ δυνάμενος Plut. его порицали за то, что он не умел сдерживать себя;
8) расспрашивать (τινά Aesch.): τάς τε πρόσθεν, τάς τε νῦν ἐ. πράξεις Soph. расспрашивать и о прошлом, и о настоящем; ἐλέγξαι τινὰ τεκμηρίῳ, εἰ … Dem. на основании вещественных доказательств узнать у кого-л., действительно ли …; τί ταῦτ᾽ ἄλλως ἐλέγχεις; Soph. к чему эти твои бесполезные вопросы?;
9) допрашивать (τοὺς αἰχμαλώτους Xen.);
10) исследовать, испытывать, проверять, разбирать (πάσαις βασάνοις τι Plat.);
11) доказывать, показывать (τὰ ἔργοις ἐληλεγμένα Plat.): αὐτὸ τὸ ἔργον ἐλέγχει Thuc. дело само говорит за себя.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v
Meaning: 1. revile, disgrace (Hom.); 2. cross-exmine, bring to proof, accuse, question (Hdt., Pi., Att.); on the meaning Daux REGr. 55, 252ff.
Other forms: ἐλέγξαι (Il.), fut. ἐλέγξω, aor. pass. ἐλεγχθῆναι with ἐλεγχθήσομαι, perf. ἐλήλεγμαι, 3. sg. -γκται (Att.)
Derivatives: To 1: ἔλεγχος n. (as ὄνειδος) revile, disgrace (Hom., Hes., Pi.; cf. Porzig Satzinhalte 263), in plur. also of persons, coward; in masculine ἐλεγχέες (Δ 242, Ω 239; but s. Bechtel Lex. s. ἐλεγχής, Frisk GHÅ 41 [1935] : 3, 19f., Sommer Nominalkomp. 137); superlative ἐλέγχιστος (Hom.; Seiler Steigerungsformen 83f.); from ἔλεγχος also ἐλεγχείη id. (Il.; cf. Porzig Satzinhalte 218). - To 2: ἔλεγχος m. (as λόγος) proof, refutation, inquisition (Hdt., Pi., Att.); ἔλεγξις id. (LXX, NT, Philostr.) with painful ἐλεγξῖνος (D. L.); ἐλεγμός id. (LXX, NT); ἐλεγκτήρ who proves (Antipho; Ionisch?, Fraenkel Nom. ag. 2, 52); ἐλεγκτικός good for ἐλέγχειν, prepared for (Att. etc.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [676] *h₁lengʰ- revile?
Etymology: Uncertain. Since Pott often connected with ἐλαχύς, but this is as often denied, s. Osthoff MU 6, 7ff. Semantically the connection is quite possible: cf. NHG. schmähen, MHG. smæhen disgrace, OHG smāhen make small, from smāhi small; also NHG Schmach, MHG smāhe, smæhe revile. Phonetically the etymology implies, that ἐλέγχω for *ἐλέμφω (idg. *h₁lengʷʰ-) has its χ from ἐλαχύς, ἐλάσσων (< *ἐλάχ-ι̯ων), ἐλάχιστος. The verb ἐλέγχω would be identical with Av. rǝnǰaiti makes light. - Or with Fick 1, 537 to Latv. langāt revile, also OHG OS. lahan revile a. o.; acc. to Sturtevant Comp. gr.1 89, 2 58 to Hitt. lingazi, li(n)kzi swear. Pok. 676 recalls Nur. lang shame, deceit, treason.

Middle Liddell


I. to disgrace, put to shame, μῦθον ἐλ. to treat a speech with contempt, Il.; ἐλ. τινά to put one to shame, Od.
II. to cross-examine, question, for the purpose of disproving or reproving, to censure, accuse, Hdt., attic; c. acc. et inf. to accuse one of doing, Eur.:—Pass. to be convicted, Hdt., Xen., etc.
2. of arguments, to bring to the proof, to disprove, confute, Aesch., Dem.:—absol. to bring convincing proof, Hdt.: then generally to prove, Lat. arguere, Thuc.

Frisk Etymology German

ἐλέγχω: {elégkhō}
Forms: ἐλέγξαι (seit Il.), Fut. ἐλέγξω, Aor. Pass. ἐλεγχθῆναι mit ἐλεγχθήσομαι, Perf. ἐλήλεγμαι, 3. sg. -γκται (att.)
Grammar: v
Meaning: 1. beschimpfen, schmähen, tadeln, zu Schanden machen (Hom.); 2. beschämen, übertreffen, überführen, widerlegen, den Beweis führen, beschuldigen, zur Untersuchung ziehen, ausfragen (Hdt., Pi., att.); zur Bedeutung Daux REGr. 55, 252ff.
Derivative: Ableitungen. Zu 1: ἔλεγχος n. (wie ὄνειδος) Schimpf, Schande (Hom., Hes., Pi.; vgl. Porzig Satzinhalte 263), im Plur. auch auf Personen bezogen, Memmen; ins Maskulinum umgesetzt ἐλεγχέες (Δ 242, Ω 239; nicht ganz sicher, s. Bechtel Lex. s. ἐλεγχής, Frisk GHÅ 41 [1935] : 3, 19f., Sommer Nominalkomp. 137); dazu der primäre Superlativ ἐλέγχιστος (Hom.; Seiler Steigerungsformen 83f.); von ἔλεγχος auch ἐλεγχείη ib. (ep. seit Il.; vgl. zu ἔγχος und Porzig Satzinhalte 218). — Zu 2: ἔλεγχος m. (wie λόγος) ‘Überführung, Widerlegung, Beweismittel, -führung, Untersuchung’ (Hdt., Pi., att.); ἔλεγξις Überführung, Widerlegung (LXX, NT, Philostr.) mit der scherzhaften Bildung ἐλεγξῖνος (D. L.; Wortspiel mit Ἀλεξῖνος; Chantraine Formation 204); ἐλεγμός ib. (LXX, NT); ἐλεγκτήρ der überführt (Antipho; ionisch?, Fraenkel Nom. ag. 2, 52); ἐλεγκτικός zum ἐλέγχειν geeignet, geschickt (att. usw.).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Seit Pott oft zu ἐλαχύς gezogen, aber ebenso oft davon getrennt, s. Osthoff MU 6, 7ff. mit ausführl. Literaturverzeichnis. Semantisch lassen sich ἐλαχύς und ἐλέγχω ohne Zweifel wohl vereinigen: vgl. nhd. schmähen, mhd. smæhen verächtlich behandeln, ahd. smāhen klein machen, verringern, von smāhi klein; dazu nhd. Schmach, mhd. smāhe, smæhe Beschimpfung, Schmähung, Abstraktum zu mhd. smehe, ahd. smāhi. Ebenso aschwed. smæla schimpfen aus mnd. smelen = nhd. schmälen zu schmal. Die in der klassischen Zeit herrschende juridische Bedeutung kann ebenfalls aus dem Begriff ‘verringern, (vor Gericht) übertreffen’ entwickelt sein. Lautlich setzt indessen diese Etymologie voraus, daß ἐλέγχω für *ἐλέμφω (idg. *lengh-) sein χ aus ἐλαχύς, ἐλάσσων (< *ἐλάχι̯ων), ἐλάχιστος bezogen hätte. Als primäres Verb wäre ἐλέγχω mit aw. rənǰaiti macht leicht, flink formal identisch. — Nach Fick 1, 537 dagegen zu lett. langāt schimpfen, wozu nach Osthoff a. a. O. noch ahd. as. lahan schmähen, schelten, tadeln u. a. (s. WP. 2, 436f.); nach Sturtevant Comp. gr.1 89, 2 58 zu heth. lingazi, li(n)kzi schwören. Pok. 676 erinnert außerdem zweifelnd an nur. lang Scham, Betrug, Verrat. Alles wenig überzeugend.
Page 1,486-487

Chinese

原文音譯:™lšgcw 誒累格何
詞類次數:動詞(17)
原文字根:暴露 相當於: (יָכַח‎) (נָגַע‎)
字義溯源:駁倒*,勸告,勸醒,定為有罪,譴責,說服,指證,指正,指出錯來,責備,。這字雖有譴責的含意,但卻重在指明人的本相,好使人轉向救恩
同源字:1) (ἀπελεγμός)反駁 2) (διακατελέγχομαι)徹底證明 3) (ἐλεγμός)譴責 4) (ἔλεγξις)辯駁 5) (ἐλεγμός / ἔλεγχος)證明 6) (ἐλέγχω)駁倒 7) (ἐξελέγχω)確實證明有罪
同義字:1) (ἐλέγχω)駁倒 2) (ἐπιπλήσσω)責罰 3) (ἐπιτιμάω)斥責 4) (νουθετέω)勸戒參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(17);太(1);路(1);約(4);林前(1);弗(2);提前(1);提後(1);多(3);來(1);雅(1);啓(1)
譯字彙編
1) 責備(5) 路3:19; 約8:9; 弗5:11; 多2:15; 來12:5;
2) 定(1) 雅2:9;
3) 我就責備(1) 啓3:19;
4) 指出⋯錯來(1) 太18:15;
5) 你要⋯責備(1) 多1:13;
6) 當⋯責備(1) 提前5:20;
7) 駁倒(1) 多1:9;
8) 說服(1) 提後4:2;
9) 受責備(1) 約3:20;
10) 能指證(1) 約8:46;
11) 責備自己(1) 約16:8;
12) 勸醒(1) 林前14:24;
13) 受了責備(1) 弗5:13