διωρία
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ἡ, either (ὅρος) A fixed space or interval, or (ὥρα) appointed time, J.BJ5.9.1.
Greek (Liddell-Scott)
διωρία: ἡ, (ὥρα) διάστημα δύο ὡρῶν, Βυζ.· διωρία διὰ τοῦ ω μεγάλου καιρὸν δηλοῖ, διορία δὲ = προθεσμία, διορία, Ἡσύχ., Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ separación Hsch.
-ας, ἡ
• Grafía: graf. διορ- Vit.Aesop.G 82, Origenes Io.13.41
intervalo de tiempo, plazo διωρίαν βουλῆς ... παρασχεῖν conceder un plazo para la reflexión I.BI 5.348, ἔλαβεν διορίαν ὅπως τὸ σημεῖον διαλύσῃ se tomó un plazo para resolver el presagio, Vit.Aesop.l.c., cf. Origenes l.c., Nil.M.79.169A, Rom.Mel.82.δʹ.1, PLond.1384.21 (biz.)
•según los gramáticos término mal empleado en vez del jur. προθεσμία plazo fijado para la prescripción Phryn.16, Thom.Mag.p.288.