εὐπιστία

Revision as of 02:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A pious belief, prob. cj. in Jul.Or.4.153a.

Greek Monolingual

η (Α εὐπιστία) εύπιστος
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του εύπιστου, η ευκολοπιστία
2. αφέλεια, απλοϊκότητα, ακρισία
αρχ.
1. εμπιστοσύνη, πεποίθηση
2. ευσεβής πίστη.

Russian (Dvoretsky)

εὐπιστία: ἡ доверие (Aeschin. - v. l. к ἀπιστία).