εὔπειστος

From LSJ
Revision as of 09:31, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπειστος Medium diacritics: εὔπειστος Low diacritics: εύπειστος Capitals: ΕΥΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eúpeistos Transliteration B: eupeistos Transliteration C: eypeistos Beta Code: eu)/peistos

English (LSJ)

ον, (πείθομαι) of persons, A easily persuaded, Arist.EN 1151b10. 2 easy to demonstrate, Id.LI969b22; easy to convince people of, S.Aj.151 (anap., v. l. εὔπιστ-).

German (Pape)

[Seite 1087] leicht zu überreden, gehorsam, folgsam, Arist. Eth. 7, 10. Bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 u. Hipparch. 9, 3 wird jetzt εὔπιστος geschrieben, u. so ist auch Soph. Ai. 151 zu lesen, wo Herm. u. Lob. εὔπειστος vorziehen, was dann von Sachen gesagt wäre.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπειστος: -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. εὔπιστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sujet de quoi il est facile de persuader.
Étymologie: εὖ, πείθω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπειστος, -ον και για πρόσωπα εὔπιστος, -ον)
αυτός που πείθεται εύκολα, ευκολόπιστος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο πιθανός
2. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειστος (< πείθω), πρβλ. αμετάπειστος, δύσ-πειστος].

Greek Monotonic

εὔπειστος: -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, ευκολόπιστος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπειστος: Arst. = εὐπειθής 4.

Middle Liddell

εὔπειστος, ον [πείθομαι]
easily persuaded, Arist.