κατίσχω

From LSJ
Revision as of 10:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατίσχω Medium diacritics: κατίσχω Low diacritics: κατίσχω Capitals: ΚΑΤΙΣΧΩ
Transliteration A: katíschō Transliteration B: katischō Transliteration C: katischo Beta Code: kati/sxw

English (LSJ)

collat. form of κατέχω, A hold back, οὐδὲ κατίσχει [ἵππους] Il.23.321; τὰς νέας Hdt.2.115; θυμοῦ μένος ὀξὺ κατισχέμεν h.Hom. 8.14:—Med., keep by one, γυναῖκα νέην... ἥν τ' αὐτὸς… κατίσχεαι Il. 2.233. II possess, occupy, οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Od.9.122, ἀράχνια κ. ὅλον τὸ σμῆνος cover it, Arist.HA626b18. III = κατέχω A. IV, ἐς πατρίδα γαιαν νῆα κατισχέμεναι Od.11.456, cf. Hdt.8.41; ἐνὶ Φάσιδι νῆα put in there, A.R.3.57. IV intr., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν βοῦν the light comes down from heaven, Hdt.3.28. 2 of ships, put in, Th.7.33.

German (Pape)

[Seite 1402] (s. ἴσχω), p. auch καταΐσχω, = κατέχω; 1) zurückhalten, festhalten; ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον οὐδὲ κατίσχει Il. 23, 321; Ap. Rh. 2, 232; med. bei sich zurückhalten, γυναῖκα νέην' αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι Il. 2, 233. – 2) innehaben, besitzen, bewohnen; οὔτ' ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται (νῆσος) Od. 9, 122, sie wird nicht beweidet; ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ σμῆνος Arist. H. A. 9, 40. – 3) darauflos halten, richten; νῆα κατισχέμεναι ἐς πατρίδα γαῖαν Od. 11, 455; anlanden, ποταμῷ ἐνὶ Φάσιδι νῆα κατίσχει Ap. Rh. 3, 57. – 41 intrans., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, Lichtglanz verbreitet sich vom Himmel herab, Her. 3, 28. – Vgl. ἀνίσχω.

Greek (Liddell-Scott)

κατίσχω: καὶ καταΐσχω, τύπος ἰσοδύναμος τῷ κατέχω (πρβλ. κατισχάνω), κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, Λατ. detinere, οὐδὲ κατίσχει ἵππους Ἰλ. Ψ. 321, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 115· θυμοῦ μένος ὀξὺ κατισχέμεν Ὁμ. Ὕμν. 8. 14.― Μέσ., κρατῶ παρ’ ἐμαυτῷ, ἔχω πλησίον μου, γυναῖκα νέην…, ἥν τ’ αὐτὸς… κατίσχεται Ἰλ. Β. 233. ΙΙ. ἔχω ὡς κτῆμα, ἔχω καταλάβει, ἐν τῷ Παθ., (ἡ νῆσος) οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Ὀδ. Ι. 122, ἔνθα ἴδε Nitzsch· ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ σμῆνος, καλύπτουσιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 45. ΙΙΙ. ὁδηγῶ ἢ διευθύνω πρός τι, ἐς πατρίδα γαῖαν νῆα κατισχέμεναι Ὀδ. Λ. 456, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 101., 8. 40, Θουκ. 7. 33, κτλ.· νῆα ἐνὶ Φάσιδι, εἰσάγω εἰς τὸν Φᾶσιν, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 57. IV. ἀμεταβ., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, τὸ φῶς καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ἡρόδ. 3. 28, πρβλ. ἀνίσχω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
I. tr. 1 retenir, arrêter, acc.;
2 contenir, diriger : νῆα ἐς πατρίδα OD un navire vers la terre de la patrie;
II. s’emparer de, envahir, occuper, acc. ; Pass. être rempli, occupé : ποίμνῃσιν OD par des pâturages ; intr. σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ HDT la lumière tombant du ciel se répand (sur le monde);
Moy. κατίσχομαι seul. prés. retenir pour soi ou chez soi, acc..
Étymologie: κατά, ἰσχω.

English (Autenrieth)

and καταΐσχω, inf. κατισχέμεν(αι), pass. καταΐσχεται: hold down, occupy, Od. 9.122; hold back, Il. 23.321; hold to a course, steer, νῆα, Od. 11.456; mid., keep for oneself, Il. 2.233.

Greek Monolingual

κατίσχω και καταΐσχω (Α)
1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.)
2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.)
3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς Χοιράδας νήσους», Θουκ.)
4. κατέρχομαι, κατεβαίνω («Αἰγύπτιοι δὲ λέγουσι σέλας ἐπὶ τὴν βοῡν ἐκ τοῦ οὐρανοῡ κατίσχειν», Ηρόδ.)
5. μέσ. κατίσχομαι και καταΐσχομαι
α) κρατώ κάτι για τον εαυτό μου («γυναῑκα... ἥν τ' αὐτός ἀπονόσφι κατίσχεαι», Ομ. Ιλ.)
β) έχω στην κατοχή μου, κατέχω («οὔτ' ἄρα ποίμνησιν καταΐσχεται οὔτ' ἀρότοισιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἴσχω «κρατώ πίσω, εμποδίζω»].

Greek Monotonic

κατίσχω:I. ισοδυν. τύπος του κατέχω, αναχαιτίζω, κρατώ πίσω, Λατ. detinere, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. — Μέσ., κρατώ κοντά μου, σε Ομήρ. Ιλ.
II. απασχολώ, έχω ως κτήμα— Παθ., είμαι κατειλημμένος, σε Ομήρ. Οδ.
III. οδηγώ ή διευθύνω προς ένα μέρος, στο ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
IV.αμτβ., κατέρχομαι, κατεβαίνω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατίσχω: Hom. καταΐσχω (= κατέχω)
1) спускаться, сходить (σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ Her.);
2) сдерживать, удерживать (sc. ἵππους Hom.); med. держать при себе (γυναῖκα νέην Hom.);
3) занимать (ὅλον τὸ σμῆνος Arst.); pass. быть занятым (οὔτε ποίμνῃσιν καταΐσχεται - sc. ἡ νῆσος - οὔτ᾽ ἀρότοισιν Hom.);
4) направлять, вести (νῆα ἐς πατρίδα γαῖαν Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ίσχω praes. naast κατέχω, inf. ep. κατισχέμεναι (vast-)houden, in de hand houden, tegenhouden:; οὐδε κατίσχει hij houdt ze (paarden) niet in toom Il. 23.321; τὰς νέας de schepen tegenhouden Hdt. 2.115.1; med.:; ἥν τ ’ αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι die jij voor jezelf vasthoudt Il. 2.233; pass.: οὔτ ’ ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται οὔτ ’ ἀρότοισιν het wordt niet door kudden of door ploegland in beslag genomen Od. 9.122. op koers houden, sturen:. ἐς πατρίδα γαῖαν νῆα κατισχέμεναι het schip in het vaderland aanleggen Od. 11.456. intrans. neerdalen, landen:. λέγουσι σέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν βοῦν κατίσχειν ze zeggen dat een lichtstraal uit de hemel neerdaalt op het rund Hdt. 3.28.2.

Middle Liddell

[collat. form of κατέχω
I. to hold back, Lat. detinere, Il., Hdt.:—Mid. to keep by one, Il.
II. to occupy: Pass. to be occupied, Od.
III. to direct or steer to a place, Od., Hdt., etc.
IV. intr., to come down, Hdt.