κατευθύνω

Revision as of 11:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

poet. impf. A κατευθύνεσκον IGRom.4.507b (Pergam.):—make or keep straight, τὴν πτῆσιν Arist.IA710a2; ναῦν τῷ πηδαλίῳ D.Chr.13.18; βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ IGRom. l.c.:—Pass., αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Pl.Ti.44b. 2 guide, direct, τὰς φύσεις Id.Lg. 809a; τινὰ εἰς τὸν αὑτοῦ δρόμον ib.847a; [τὸν ἐλέφαντα] τῷ δρεπάνῳ Arist.HA610a28; [[[ναῦν]]] Id.Fr.11; κ. τὰς πράξεις ὁ θεός Aristeas 18; τὰ παρόντα πρὸς τὸ τέλος Plu.Cam.42; πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους Id.2.20d; τὴν ψυχήν ib.780b; τὸν λόγον πρός τι Gal.17(2).362. 3 κ. τινός demand an account from one, condemn, Pl.Lg. 945a, cf. IG22.1183.10 (prob.), Poll.8.22. II intr., make straight towards, κατεύθυναν αἱ βόες ἐν τῇ ὁδῷ εἰς ὁδὸν Βαιθσάμυς LXX 1 Ki.6.12; κ. τῇ πτήσει ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plu.Alex.33. 2 prosper, LXX Si.29.18: c. gen., succeed in doing... οὐ κατεύθυνε τοῦ λαλῆσαι οὕτως ib.Jd.12.6. 3 οἱ -ευθύνοντες the righteous, ib.Pr.15.8.

German (Pape)

[Seite 1398] 1) gerade machen, -richten, wohl einrichten, lenken; τὸ σκάφος Poll. 1, 98; πρὸς τὸ ἄστρον τὴν ναῦν Clem. Al.; αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Plat. Tim. 44 b; Critia. 118 c; Sp., κατευθῦναι τὰ παρόντα πρὸς τὸ κάλλιστον τέλος Plut. Camill. 42. – Auch wie das simplex, strafen, = καταδικάζειν, Poll. 8, 22; Rechenschaftsablegung fordern, Plat. Legg. XII, 945 a. – 2) mit ausgelassenem ἑαυτόν, intr., gerade darauf losgehen, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plut. Alex. 33.

Greek (Liddell-Scott)

κατευθύνω: κάμνω ἢ διατηρῶ τι εὐθύ, φέρω τι κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, τὴν πτῆσιν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10. 3· τὴν ἀρχὴν Πλούτ. 2. 780Β· βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 26.- Παθ., αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Πλάτ. Τίμ. 44Β. 2) διορθώνω, ὁδηγῶ ὀρθῶς, διοικῶ, τὰς φύσεις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 807Α· τινὰ εἰς τὸν αὐτοῦ δρόμον αὐτόθι 847Α· τὸν ἐλέφαντα τῷ δρεπάνῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, ἐν τέλ.· τὴν ναῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 13· τὰ παρόντα πρὸς τὸ τέλος Πλουτ. Κάμιλλ. 42· πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους ὁ αὐτ. 2. 20D. 3) κ. τινός, ζητῶ λόγον παρά τινος, καταδικάζω, Πλάτ. Νόμ. 945Α, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., κατευθύνω (ἐμαυτόν), κατευθύνομαι, διευθύνομαι κατ’ εὐθεῖαν πρός τινα, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Πλουτ. Ἀλέξ. 33.

French (Bailly abrégé)

1 tr. diriger en droite ligne : τὴν ἀρχήν PLUT gouverner avec rectitude ; diriger dans le droit chemin : πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους PLUT guider les jeunes gens vers le mieux;
2 intr. (s.e. ἑαυτόν) marcher droit.
Étymologie: κατά, εὐθύνω.

English (Strong)

from κατά and εὐθύνω; to straighten fully, i.e. (figuratively) direct: guide, direct.

English (Thayer)

(κατευλογέω) imperfect 3rd person singular κατευλόγει (T WH) and κατηυλογει (Tr) (cf. εὐδοκέω, at the beginning); to call down blessings on: τινα, T Tr WH. (Plutarch, amator. 4.)

Greek Monolingual

(AM κατευθύνω)
ασκώ κυριαρχική επιβολή σε κάποιον, τὸν επηρεάζω στις ενέργειές του, διευθύνω, καθοδηγώ (α. «η λογική πρέπει να κατευθύνει τους λόγους και τις πράξεις μας» β. «κατευθυνέτω τὰς φύσεις τῶν παίδων», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μέσ. κατευθύνομαι
α) κινούμαι προς, ακολουθώ πορεία προς (α. «η πομπή κατευθύνθηκε προς τη μητρόπολη» β. «το διαστημόπλοιο κατευθύνεται προς τον πλανήτη Άρη»)
β) αποβλέπω σε κάτι, έχω κάποιο σκοπό που προσπαθώ να πραγματώσω («κατευθύνεται στο πολιτικό στάδιο»)
2. φρ. α) «κατευθυνόμενη κεραία» — η κεραία που έχει κατευθυντικότητα
β) «κατευθυνόμενη εκπομπή» — η εκπομπή που παρουσιάζει κατευθυντικότητα
γ) «κατευθυνόμενο πλοίο» — πλοίο που κατευθύνεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα από άλλο πλοίο
μσν.
αναφέρομαι
αρχ.
1. κάνω κάτι ευθύ, ίσιο, φέρνω ή κρατώ κάτι σε ευθεία γραμμή («κατευθύνειν τὴν πτῆσιν», Αριστοτ.)
2. τακτοποιώ, διορθώνω
3. ζητώ λόγο από κάποιον, καταδικάζω, τιμωρώ κάποιον («κατευθύνειν αὐτοῦ τὸν εὔθυνον», Πλάτ.)
4. (και με εχθρ. διάθ.) διευθύνομαι κατευθείαν προς κάτι («κατευθύνοντα τῇ πτήσει ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους», Πλούτ.)
5. ευτυχώ, ευημερώ
6. επιτυγχάνω σε κάποια ενέργειά μου («καὶ οὐ κατεύθυνεν τοῦ λαλῆσαι οὕτως», ΠΔ)
7. υποστηρίζω
8. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) κατευθύνων, -ουσα, -ον
ευθύς, δίκαιος («εὐχαὶ δὲ κατευθυνόντων δεκταὶ παρ' αὐτῷ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὐθύνω (< εὐθύς)].

Greek Monotonic

κατευθύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ,
I. ευθυγραμμίζω ή κρατώ σε ευθεία, φέρνω σε ευθεία, σε Πλάτ.
II. αμτβ., κατευθύνομαι, πηγαίνω κατευθείαν προς ένα σημείο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατευθύνω: (ῡ)1) выпрямлять, делать прямым, направлять по прямой линии (τὴν πτῆσιν Arst.);
2) направлять, вести (τὴν ναῦν Arst.; τὰς φύσεις Plat.; τοὺς νέους πρὸς τὰ βελτίονα, τὰ παρόντα πρὸς τὸ κάλλιστον τέλος Plut.; τοὺς πόδας τινὸς εἰς ὁδὸν εἰρήνης NT);
3) управлять (τὸν ἐλέφαντα τῷ δρεπάνῳ Arst. ): κ. τὴν ἀρχήν Plut. управлять справедливо;
4) привлекать к ответу, требовать отчета (τινός Plat.);
5) (sc. ἑαυτόν) направляться, устремляться (ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ευθύνω recht maken, sturen, leiden:; τοῦ καθευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης zodat we onze voeten kunnen zetten op de weg van de vrede NT Luc. 1.79; ναῦν een schip loodsen Luc. 73.9; overdr.: κ. τὰς φύσεις αὐτῶν hun karakters leiden Plat. Lg. 809a. rekenschap vragen, beboeten, met acc. v. h. inw. obj. en gen.: κατευθύνειν αὐτοῦ τὸν εὔθυνον hem de boete opleggen Plat. Lg. 945a. abs. zijn schreden richten recht op iets afgaan:. ἀέτον... κατευθύνοντα... ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους een adelaar die recht op de vijanden af vloog Plut. Alex. 33.2.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
I. to make or keep straight, to set right, guide aright, Plat.
II. intr. to make straight towards a point, Plut.

Chinese

原文音譯:kateuqÚnw 卡特-由替挪
詞類次數:動詞(3)
原文字根:向下-好 安置 相當於: (כּוּן‎ / נָכֹון‎) (צָלַח‎)
字義溯源:完全的修直,指引,引,引導,引領;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(εὐθύνω)=修直)組成;而 (εὐθύνω)出自(εὐθύσ1 / εὐθύσ2)*=直的)。參讀 (ἄγω)同義字
出現次數:總共(3);路(1);帖前(1);帖後(1)
譯字彙編
1) 引導(1) 帖後3:5;
2) 引領(1) 帖前3:11;
3) 引(1) 路1:79