κηροπώλης
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ου, ὁ, A wax-chandler, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ, Wachshändler.
Greek (Liddell-Scott)
κηροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς λαμπάδων ἐκ κηροῦ, Γλωσσ.· κηροπωλεῖον, τό, τὸ ἐργαστήριον αὐτοῦ, Θεοφάν. Κοντιν. 420, 15.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κηροπώλης)
ο πωλητής κεριού
νεοελλ.-μσν.
ο πωλητής κεριών ή λαμπάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -πώλης (< πωλῶ)].