κηρόπισσος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ὁ, A wax-pitch, an ointment, Hp.Morb.2.18, cf. Gloss.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, Wachspech, Salbe aus Wachs u. Pech (πίσσα), welche die Aerzte brauchten und womit sich die Fechter bestrichen, Hippocr. S. auch πισσόκηρος.
Greek (Liddell-Scott)
κηρόπισσος: ὁ, ἀλοιφή τις ἐκ κηροῦ καὶ πίσσης, Ἱππ. 467. 42· πρβλ. πισσόκηρος.
Greek Monolingual
κηρόπισσος, ὁ (Α)
αλοιφή από κερί και πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πίσσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηρόπισσος -ου, ὁ [κηρός, πίσσα] stopwas (soort zalf).