κολούρωσις
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
εως, ἡ, A = κολόβωσις 1, Iamb.Protr. 21.κζ.
German (Pape)
[Seite 1475] ἡ, die Verstümmelung, Iambl., = κόλουσις.
Greek (Liddell-Scott)
κολούρωσις: -εως, ἡ, ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κολουρόω, = κόλουσις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
Greek Monolingual
κολούρωσις, ἡ (Α) κόλουρος
κόλουσις.