ληΐς

From LSJ
Revision as of 13:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληΐς Medium diacritics: ληΐς Low diacritics: ληίς Capitals: ΛΗΙΣ
Transliteration A: lēḯs Transliteration B: lēis Transliteration C: liis Beta Code: lhi/+s

English (LSJ)

Dor. λᾱΐς, ΐδος, ἡ, Ep. form of λεία, A booty, spoil, mostly of cattle, ληΐδα δ' ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν... πεντήκοντα βοῶν ἀγέλας, κτλ. Il.11.677, cf. X.Lac.13.11; then of all kinds of booty, Il.9.138, 18.327, Od.10.41; πλαζόμενοι κατὰ ληΐδα 3.106: in A.Th.331 (lyr.), concrete for αἰχμάλωτοι, cf. A.R.1.695; cf. ληϊάς. 2 without any notion of plunder, cattle, stock (cf. λεία), ληΐδ' ἀέξειν, βουκολίας τ' ἀγέλας τεκαὶ αἰπόλιαπλατέ' αἰγῶν Hes.Th.444, cf.Theoc.25.97.

German (Pape)

[Seite 38] ίδος, ἡ, ion. u. ep. = λεία, Kriegsbeute, bes. weggetriebenes Vieh u. gefangene Menschen, vgl. Il. 11, 677, wo nach ληΐδα δὲ συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν einzeln βόες, πώεα οἰῶν, συβόσια, αἰπόλια u. ἴπποι aufgezählt werden; u. so Hes. Th. 442, wo es geradezu Viehheerden sind; Theocr. sagt ἐνεπλήσθη πεδίον ληΐδος ἐρχομένης, 25, 97, öfter. – Uebh. Beute, Aesch. Spt. 331; Ap. Rh. 1, 695.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
1 butin;
2 bétail, troupeau.
Étymologie: p. *ληϜις, de la R. ΛαϜ, v. *λάω.

Greek Monotonic

ληΐς: Δωρ. λᾱϊς, -ΐδος, ἡ, Επικ. αντί λεία, λάφυρο, αυτό που αρπάζεται με τη βία, σε Όμηρ., κ.λπ.· κυρίως λέγεται για βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· χωρίς τη σημασία της διαρπαγής, βοοειδή, αγέλη, κοπάδι, ποίμνιο, σε Ησίοδ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ληΐς: ΐδος (ῐδ) ἡ
1) Hom., Aesch., Xen. = λεία I;
2) скот, стадо Hes., Theocr.