λινουλκός

From LSJ
Revision as of 14:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνουλκός Medium diacritics: λινουλκός Low diacritics: λινουλκός Capitals: ΛΙΝΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: linoulkós Transliteration B: linoulkos Transliteration C: linoulkos Beta Code: linoulko/s

English (LSJ)

όν, (ἕλκω) A of spun flax, χλαῖνα Ion Trag. 40 (λινόκλως cj. Lobeck).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνουλκός: -όν, (ἕλκω) ἐκ κεκλωσμένου λίνου κατεσκευασμένος, χλαῖνα Ἴων παρ᾿ Ἀθην. 451D· ἔνθα ὁ Λοβέκ. (Φρύνιχ. 612) προτείνει λινόκλως = λινόκλωστος.

Greek Monolingual

λινουλκός, -όν (Α)
κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυ-ουλκός, τοξ-ουλκός].