μητροκασιγνήτη

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροκᾰσιγνήτη Medium diacritics: μητροκασιγνήτη Low diacritics: μητροκασιγνήτη Capitals: ΜΗΤΡΟΚΑΣΙΓΝΗΤΗ
Transliteration A: mētrokasignḗtē Transliteration B: mētrokasignētē Transliteration C: mitrokasigniti Beta Code: mhtrokasignh/th

English (LSJ)

Dor. ματρο-, ἡ, A = κασιγνήτη ὁμομητρία, uterine sister, A.Eu.962.

German (Pape)

[Seite 179] ἡ, die Mutterschwester, Base, Aesch. Eum. 920 in dor. Form ματροκ.

Greek (Liddell-Scott)

μητροκᾰσιγνήτη: ἡ, = κασιγνήτη ὁμομητρία, ἀδελφὴ ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 692· - διότι αἱ Μοῖραι καὶ αἱ Ἐρινύες ἐγεννήθησαν ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θ. 217.

Greek Monolingual

μητροκασιγνήτη, δωρ. τ. ματροκασιγνήτη, ἡ (Α)
αδελφή από τη μητέρα («ὦ μοῑραι ματροκασιγνῆται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κασιγνήτη «αδερφή»].

Greek Monotonic

μητροκᾰσιγνήτη: ἡ, αδελφή από την ίδια μητέρα, Λατ. soror uterina, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μητροκᾰσιγνήτη: дор. μᾱτροκᾰσιγνήτη ἡ сестра матери, тетка со стороны матери, по по друг. единоутробная сестра Aesch.

Middle Liddell

μητρο-κᾰσιγνήτη, ἡ,
a sister by the same mother, Lat. soror uterina, Aesch.