μοχθώδης
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ες, A laborious, Vett.Val.104.9.
Greek Monolingual
μοχθώδης, -ῶδες (Α) μόχθος
επίπονος, κοπιαστικός.
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Full diacritics: μοχθώδης | Medium diacritics: μοχθώδης | Low diacritics: μοχθώδης | Capitals: ΜΟΧΘΩΔΗΣ |
Transliteration A: mochthṓdēs | Transliteration B: mochthōdēs | Transliteration C: mochthodis | Beta Code: moxqw/dhs |
ες, A laborious, Vett.Val.104.9.
μοχθώδης, -ῶδες (Α) μόχθος
επίπονος, κοπιαστικός.