μόθαξ

From LSJ
Revision as of 16:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόθαξ Medium diacritics: μόθαξ Low diacritics: μόθαξ Capitals: ΜΟΘΑΞ
Transliteration A: móthax Transliteration B: mothax Transliteration C: mothaks Beta Code: mo/qac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, A = μόθων 1.1, Phylarch.43 J., Plu.Cleom.8, Ael.VH 12.43.

German (Pape)

[Seite 197] ακος, ὁ, = μόθων, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μόθαξ: -ᾰκος, ὁ, = μόθων, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
c. μόθων.

Greek Monolingual

μόθαξ, ὁ (Α)
μόθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόθος «μάχη, θόρυβος» + επίθημα -αξ (πρβλ. λείμ-αξ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. μόθος.

Russian (Dvoretsky)

μόθαξ: ᾰκος ὁ Plut. = μόθων.