νεκυσσόος

From LSJ
Revision as of 16:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκυσσόος Medium diacritics: νεκυσσόος Low diacritics: νεκυσσόος Capitals: ΝΕΚΥΣΣΟΟΣ
Transliteration A: nekyssóos Transliteration B: nekyssoos Transliteration C: nekyssoos Beta Code: nekusso/os

English (LSJ)

ον, A rousing the dead to life, Nonn.D.44.204.

German (Pape)

[Seite 238] = νεκυοσσόος, Nonn. D. 44, 202, Περσεφόνεια.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυσσόος: -ον, = νεκυοσσόος, Νόνν. Δ. 44. 202.

Greek Monolingual

νεκυσσόος και νεκυο(σ)σόος, -ον (Α)
αυτός που εγείρει, που ανακαλεί στη ζωή τους νεκρούς, που δίνει ζωή στους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + -σσόος (< σεύομαι «ξεσηκώνω, παρακινώ»), πρβλ. δημο-σσόος, κυνο-σσόος].