νωτεύς
From LSJ
English (LSJ)
έως, ὁ, A beast of burden, Poll.2.180, Hsch.
German (Pape)
[Seite 273] ὁ, der auf dem Rücken Tragende, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
νωτεύς: έως, ὁ, νωτοφόρος ἡμίονος, Πολυδ. Β΄, 180· «νωτεύς· οἱ ἀχθοφορικοὶ ἡμίονοι» Ἡσύχ., οἱ δὲ ἕλκοντες ἄχθος καὶ ὄντες ὑπὸ ζυγὸν ἐκαλοῦντο ζύγιοι, αὐτόθι.
Greek Monolingual
νωτεύς, -έως, ὁ (Α)
αχθοφόρος ημίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].