ξεναρκής

From LSJ
Revision as of 16:17, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξεναρκής Medium diacritics: ξεναρκής Low diacritics: ξεναρκής Capitals: ΞΕΝΑΡΚΗΣ
Transliteration A: xenarkḗs Transliteration B: xenarkēs Transliteration C: ksenarkis Beta Code: cenarkh/s

English (LSJ)

ές, (ἀρκέω) A aiding strangers, Pi.N.4.12.

German (Pape)

[Seite 276] ές, dem Fremden oder Gaste beistehend, ihn schützend, δίκα, Pind. N. 4, 12. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ξεναρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ βοηθῶν τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 4. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
protecteur des étrangers.
Étymologie: ξένος, ἀρκέω.

English (Slater)

ξεναρκής
   1 protecting strangers Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.12)

Greek Monolingual

ξεναρκής, -ές (Α)
αυτός που βοηθά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζω-αρκής, ποδ-αρκής].

Greek Monotonic

ξεναρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που παρέχει βοήθεια, υποστήριξη σε ξένους, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ξεναρκής: защищающий иностранцев (δίκα Pind.).

Middle Liddell

ξεν-αρκής, ές ἀρκέω
aiding strangers, Pind.