οἴησις

From LSJ
Revision as of 16:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴησις Medium diacritics: οἴησις Low diacritics: οίησις Capitals: ΟΙΗΣΙΣ
Transliteration A: oíēsis Transliteration B: oiēsis Transliteration C: oiisis Beta Code: oi)/hsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (οἴομαι) A = δόξα, opinion, notion, Pl.Phd.92a, Phdr. 244c, Arist.Po.1461b3 ; esp. false or vague notion, opp. σαφῶς εἰδέναι, Id.Rh.Al.1431a40, cf. Zeno Stoic.1.20, etc. II = οἴημα, selfconceit, Heraclit.46, E.Fr.643, Bion ap.D.L.4.50, Ph.1.53, al., Chor. in Rh.Mus.49.512 ; οἴ. καὶ ὑπερηφανία Phld.Vit.p.29J.

Greek (Liddell-Scott)

οἴησις: -εως, ἡ, (οἴομαι) = δόξα, γνώμη, «ἰδέα», Πλάτ. Φαίδων 92Α, Φαῖδρ. 244C ἰδίως ἐσφαλμένη γνώμη, πιθ. γραφὴ ἐν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 8· ἀντίθετ. πρὸς τὸ σαφῶς εἰδέναι Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 15, 4. ΙΙ. οἴημα, ὑπερηφανία, ἀλαζονεία, ἔπαρσις, Εὐρ. Ἀποσπ. 644, Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 7, Βίων αὐτόθι 4. 50· ἴδε Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 39D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 pensée, opinion;
2 haute opinion de soi-même, présomption.
Étymologie: οἴομαι.

Greek Monotonic

οἴησις: -εως, ἡ (οἴομαι), γνώμη, «ιδέα», σε Πλάτ.· έπαρση, αλαζονεία, σε Βίωνα.

Russian (Dvoretsky)

οἴησις: εως ἡ
1) мнение (ἀνθρωπίνη οἴ. Plat.);
2) Eur., Heracl. ap. Diog. L., Plut. = οἴημα.

Middle Liddell

οἴησις, εως, οἴομαι
opinion, an opinion, Plat.: self-conceit, Bion.