πάνσεμνος

From LSJ
Revision as of 18:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνσεμνος Medium diacritics: πάνσεμνος Low diacritics: πάνσεμνος Capitals: ΠΑΝΣΕΜΝΟΣ
Transliteration A: pánsemnos Transliteration B: pansemnos Transliteration C: pansemnos Beta Code: pa/nsemnos

English (LSJ)

ον, A all-majestic, μαθήματα Luc.Vit.Auct.26, cf.Anach.9.

German (Pape)

[Seite 462] ganz, sehr ehrwürdig, Luc. Vit. auct. 26 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάνσεμνος: -ον, ὁ πάνυ σεμνός, μεγαλοπρεπής, Λουκιαν. Βίων Πρᾶσις 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait vénérable.
Étymologie: πᾶν, σεμνός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.)
μσν.
πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»].

Greek Monotonic

πάνσεμνος: -ον, εξαιρετικά μεγαλοπρεπής, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνσεμνος -ον [πᾶς, σεμνός] zeer eerbiedwaardig.

Russian (Dvoretsky)

πάνσεμνος: глубоко почитаемый (μαθήματα Luc.).

Middle Liddell

πάν-σεμνος, ον,
all-majestic, Luc.