παράκολλος

From LSJ
Revision as of 19:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκολλος Medium diacritics: παράκολλος Low diacritics: παράκολλος Capitals: ΠΑΡΑΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: parákollos Transliteration B: parakollos Transliteration C: parakollos Beta Code: para/kollos

English (LSJ)

χαμεῦνα, A low couch with only one end to it, IG12.330.5 (Poll.10.36). II on the same meridian, Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).226, Vett. Val.215.8,360.18.

German (Pape)

[Seite 484] χαμεύνη, an dessen einem Ende nur ein ἀνακλιντήριον befestigt war, auf dem der Kopf ruhte; hatte es ein solches an beiden Enden, so hieß es ἀμφίκολλος, Poll. 10, 36.

Greek (Liddell-Scott)

παράκολλος: χαμεύνη, χαμηλὴ εὐνή, κλίνη ἔχουσα μόνον τὸ ἓν μέρος ὑψηλόν, ἀνάκλιντρον, Πολυδ. Ι΄, 36· πρβλ. ἀμφίκολλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αστρολ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον άλλο
2. φρ. «παράκολλος χαμεῡνα» — είδος χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο άκρο της υπερυψωμένο, ανάκλιντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. αμφί-κολλος].