παρευνέτις

Revision as of 19:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, A bedfellow, Nonn.D.8.243.

German (Pape)

[Seite 519] ιδος, ἡ, Bettgenossinn, Nonn. D. 8, 243.

Greek (Liddell-Scott)

παρευνέτις: -ιδος, ἡ, σύνευνος, παρευνέτιν Ἐννοσιγαίου Νόνν. Δ. 8. 243.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
αυτή που κοιμάται δίπλα σε κάποιον, σύνευνος, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρευνος + επίθημα -έτις (πρβλ. ευν-έτις)].