ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Full diacritics: προσωπιάς | Medium diacritics: προσωπιάς | Low diacritics: προσωπιάς | Capitals: ΠΡΟΣΩΠΙΑΣ |
Transliteration A: prosōpiás | Transliteration B: prosōpias | Transliteration C: prosopias | Beta Code: proswpia/s |
A v. προσώπιον.
-άδος, ἡ, Α
το ποώδες φυτό άρκειον, αλλ. προσώπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + κατάλ. -ιάς (πρβλ πλευρ-ιάς), λόγω του άνθους του φυτού που μοιάζει με πρόσωπο].