στίξις
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
εως, ἡ, (στίζω) A marking, e.g. of musical notes, Anon. Bellerm.p.79. 2 spot or mark, Sch.A.R.1.221 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
στίξις: ἡ, (στίζω) τὸ στίζειν, σημειοῦν δι’ ὀξέος ὀργάνου, κέντημα, σημείωσις, π.χ. ἡ σημείωσις μουσικῶν φθόγγων, Auctt. Mus. 2) ἡ θέσις στιγμῶν, Βυζ. 3) καθόλου, στιγμὴ ἢ σημεῖον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 221.