συνεξόμνυμι
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
in Med., A swear jointly in the negative, GDI4986.18 (Crete).
Greek Monolingual
Α
μέσ. συνεξόμνυμαι
αρνούμαι με όρκο κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο»].
Greek Monolingual
Α
μέσ. συνεξόμνυμαι
αρνούμαι με όρκο κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο»].