συντετελεσμένως

Revision as of 11:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A completely, Phld.Ir.p.72 W.

Greek (Liddell-Scott)

συντετελεσμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, παντελῶς, πληρέστατα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοδήμου.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. εντελώς, παντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντετελεσμένος του συντελῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].