σχοινοδρόμος

Revision as of 12:02, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A rope-climber, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. σχοινίον.

German (Pape)

[Seite 1057] auf dem Seile laufend, gehend, Hesych. v. σχοινίον.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ σχοινίων, ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία
αρχ.
αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος.