τετράστεγος
English (LSJ)
ον, A with four stories, D.S.20.85, J.AJ1.3.2; fem. -η, PRyl.153.8 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Stockwerken; D. Sic. 20, 85; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
τετράστεγος: -ον, ἔχων τέσσαρας στέγας, ἤτοι τέσσαρα πατώματα, τετράπατος, Διόδ. 20. 85, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις στέγες, τέσσερα πατώματα («δύο... πύργους τετραστέγους», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. πεντά-στεγος].
Russian (Dvoretsky)
τετράστεγος: четырехкровельный, т. е. четырехярусный (πύργοι Diod.).