τετράστεγος

Revision as of 12:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with four stories, D.S.20.85, J.AJ1.3.2; fem. , PRyl.153.8 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Stockwerken; D. Sic. 20, 85; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

τετράστεγος: -ον, ἔχων τέσσαρας στέγας, ἤτοι τέσσαρα πατώματα, τετράπατος, Διόδ. 20. 85, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις στέγες, τέσσερα πατώματα («δύο... πύργους τετραστέγους», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. πεντά-στεγος].

Russian (Dvoretsky)

τετράστεγος: четырехкровельный, т. е. четырехярусный (πύργοι Diod.).