τρίσμακαρ

Revision as of 13:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthd. for μάκαρ, A thrice-blest, Od.6.154, 155, Ar.Pax1332, AP5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form τρὶς μάκαρ is supported by the phrase τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις in Od.5.306 (τρισμάκαρες codd.), cf. Hes.Fr.81.7 and τρισμακάριστος.

German (Pape)

[Seite 1147] αρος, das verstärkte μάκαρ, dreimal, sehr, höchst glückselig; Od. 6, 154. 155; τρισμάκαρες καὶ τετράκις, 5, 306; sp. D., wie Mel. 7 (XII, 52); auch Luc. Vit. auct. 12.

French (Bailly abrégé)

αρος (ὁ, ἡ)
c. τρισμακάριος.

Greek Monolingual

-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
τρισευλογημένος, αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»].

Greek Monotonic

τρίσμᾰκαρ: -ᾰρος, ὁ, ἡ, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig.

Russian (Dvoretsky)

τρίσμᾰκᾰρ: ᾰρος adj. трижды блаженный, в высшей степени счастливый Hom., Arph., Luc., Anth.

Middle Liddell

τρίσ-μᾰκαρ, ᾰρος, ὁ, ἡ,
thrice-blest, Od., Ar., etc.