τρισάθλιος

From LSJ
Revision as of 13:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάθλιος Medium diacritics: τρισάθλιος Low diacritics: τρισάθλιος Capitals: ΤΡΙΣΑΘΛΙΟΣ
Transliteration A: trisáthlios Transliteration B: trisathlios Transliteration C: trisathlios Beta Code: trisa/qlios

English (LSJ)

α, ον, A thrice-unhappy, S.OC372, Ar.Pax242, Men. Pk.150, Mis.40, Fr.302, etc.: also in late Prose, as Luc.Gall.24, Theo Sm.p.100 H.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάθλιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς ἄθλιος, πανάθλιος, Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
trois fois malheureux, très malheureux.
Étymologie: τρίς, ἄθλιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / τρισάθλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ.
β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.)
νεοελλ.
1. κακοηθέστατος
2. φρ. «ελεεινός και τρισάθλιος» — κατώτατης ποιότητας από κάθε άποψη.
επίρρ...
τρισαθλίως ΝΜΑ, και τρισάθλια Ν
με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο
νεοελλ.
ελεεινότατα, κακοηθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄθλιος.

Greek Monotonic

τρισάθλιος: -α, -ον, πανάθλιος, τρεις φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάθλιος: трижды, т. е. крайне несчастный Soph., Arph., Men., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.

Middle Liddell

τρισ-άθλιος, η, ον
thrice-unhappy, Soph., etc.