χαλκόλοφος

Revision as of 15:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with bronze crest, Hsch. (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernem Helmkamm, ἱππιοχαίτης, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόλοφος: -ον, ὁ ἔχων λόφον ἐκ χαλκοῦ, Ἡσύχ. (ὕποπτ.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πιθ. αυτός που έχει χάλκινο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + λόφος (πρβλ. χρυσό-λοφος)].