χοινίκη

From LSJ
Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοινίκη Medium diacritics: χοινίκη Low diacritics: χοινίκη Capitals: ΧΟΙΝΙΚΗ
Transliteration A: choiníkē Transliteration B: choinikē Transliteration C: choiniki Beta Code: xoini/kh

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, A = τοῦ τροχοῦ ἐν ᾧ στρέφεται ὁ ἄξων, Hsch. (s. v.l.; cf. χοινικίς 1).

German (Pape)

[Seite 1361] ἡ, 1) die eiserne Büchse des Rades, in welcher sich die Achse dreht, auch χνόη u. χοῖνιξ, Hesych. – Eine ähnliche Büchse an andern Instrumenten. – 2) ein wundärztliches Instrument zum Einschneiden in einen Knochen, der hohle Bohrer mit gezahntem Rande, der Krontrepan, Medic. – 3) auch wie χοῖνιξ, eine Art Fußeisen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χοινίκη: [ῐ], ἡ, (χοῖνιξ) = χνόη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 104. - Πρβλ. χοινικὶς Ι.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) εργαλείο για διάνοιξη οπών, τρυπάνι
αρχ.
η χνόη του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. της λ. χοινικίς].