ἀμπελοφάγος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A eating or gnawing vines, ἶπες Str.13.1.64.
German (Pape)
[Seite 129] die Reben benagend, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ διαβιβρώσκων, φθείρων τὰς ἀμπέλους, Στράβ. 613.
Spanish (DGE)
-ον que se come las vides ἶπες Str.13.1.64.
Greek Monolingual
-ον (Α ἀμπελοφάγος)
αυτός που τρώει, που καταστρέφει τα κλήματα ή τα φύλλα της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -φάγος, ἔφαγον, αορ. β' του ἐσθίω].