ἀλλόμορφος
English (LSJ)
ον, A of strange shape, τέρατα, σώματα Hp.Morb.4.93.
German (Pape)
[Seite 104] anders gestaltet, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλόμορφος: -ον, ἀλλοειδής, ἀλλοίαν ἔχων μορφήν, Ἱππ. 379. 51., 380. 24.
Spanish (DGE)
-ον
de forma extraña σώματα en alucinaciones, Hp.Vict.4.93.
Greek Monolingual
ἀλλόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει άλλη παράδοξη μορφή, αλλόκοτος, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -μορφος < μορφή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλομορφῶ].