ἀλλόμορφος

Revision as of 17:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A of strange shape, τέρατα, σώματα Hp.Morb.4.93.

German (Pape)

[Seite 104] anders gestaltet, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλόμορφος: -ον, ἀλλοειδής, ἀλλοίαν ἔχων μορφήν, Ἱππ. 379. 51., 380. 24.

Spanish (DGE)

-ον
de forma extraña σώματα en alucinaciones, Hp.Vict.4.93.

Greek Monolingual

ἀλλόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει άλλη παράδοξη μορφή, αλλόκοτος, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -μορφος < μορφή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλομορφῶ].