ἀναγλυφή

From LSJ
Revision as of 18:18, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγλῠφή Medium diacritics: ἀναγλυφή Low diacritics: αναγλυφή Capitals: ΑΝΑΓΛΥΦΗ
Transliteration A: anaglyphḗ Transliteration B: anaglyphē Transliteration C: anaglyfi Beta Code: a)naglufh/

English (LSJ)

ἡ, A work in low relief, Aristeas 58, Str.17.1.28. 2 scooped out cavity, καλάμου Herophil. ap.Gal.2.731.

German (Pape)

[Seite 183] ἡ, halberhabenes Schnitzwerk, Relief, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγλῠφή: ἡ, ἀνάγλυφον οὕτω κατεσκευασμένον ὥστε αἱ γλυφαὶ νὰ ἐξέχωσι τῆς ἐπιπέδου ἐπιφανείας κατὰ τὸ ἥμισυ, Στράβ. 806. ‒- κοίλωμα, «εἴκαζεν ἀναγλυφῇ καλάμου, ᾧ διαγράφομεν» Γαλην. τόμ. 2, σ. 731.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 relieve ἀναγλυφὰς δ' ἔχουσιν οἱ τοῖχοι Str.17.1.28, τὴν ἀ. ἔχοντα σχοινίδων ἔκτυπον Aristeas 58, cf. I.AI 12.64.
2 oquedad καλάμου Herophil. en Gal.2.731.

Greek Monolingual

η (Α ἀναγλυφή)
ανάγλυφη παράσταση, ανάγλυφο
νεοελλ.
κατασκευή αναγλύφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγλύφω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναγλυφάριος.