ἀναγλυφή
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ἡ, A work in low relief, Aristeas 58, Str.17.1.28. 2 scooped out cavity, καλάμου Herophil. ap.Gal.2.731.
German (Pape)
[Seite 183] ἡ, halberhabenes Schnitzwerk, Relief, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγλῠφή: ἡ, ἀνάγλυφον οὕτω κατεσκευασμένον ὥστε αἱ γλυφαὶ νὰ ἐξέχωσι τῆς ἐπιπέδου ἐπιφανείας κατὰ τὸ ἥμισυ, Στράβ. 806. ‒- κοίλωμα, «εἴκαζεν ἀναγλυφῇ καλάμου, ᾧ διαγράφομεν» Γαλην. τόμ. 2, σ. 731.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 relieve ἀναγλυφὰς δ' ἔχουσιν οἱ τοῖχοι Str.17.1.28, τὴν ἀ. ἔχοντα σχοινίδων ἔκτυπον Aristeas 58, cf. I.AI 12.64.
2 oquedad καλάμου Herophil. en Gal.2.731.
Greek Monolingual
η (Α ἀναγλυφή)
ανάγλυφη παράσταση, ανάγλυφο
νεοελλ.
κατασκευή αναγλύφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγλύφω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναγλυφάριος.