ἀνακμάζω
From LSJ
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
English (LSJ)
A break out afresh with renewed vigour, of στάσις, J.BJ 5.1.1.
Spanish (DGE)
recrudecerse συνέβη καὶ τὴν ... στάσιν ἀνακμάσασαν τριμερῆ γενέσθαι I.BI 5.2.
Greek Monolingual
ἀνακμάζω (Α)
ξεσπώ εκ νέου με ορμή (για «στάσιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ἀκμάζω.
ΠΑΡ. ἀνακμαστικός.